Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ποιος διάλογος για ποια Παιδεία; (τρις)[1]

25 Ιανουαρίου, 2016

Πριν ένα χρόνο, η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την Παιδεία: Αφενός την κατάργηση των αντιδημοκρατικών νόμων Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου, αφετέρου μια σε βάθος μεταρρύθμιση του συστήματος, με αναβάθμιση του σχολείου (δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, Ενιαίο Λύκειο θεωρίας και πράξης, κατάργηση μεσοπρόθεσμα των Πανελληνίων Εξετάσεων, κ.ά.). Τα άμεσα μέτρα θα γίνονταν γρήγορα νόμος, το μακρόπνοο σχέδιο θα διασαφηνιζόταν μέσα από ζύμωση.

Σήμερα το νομοσχέδιο για τα άμεσα μέτρα, έτοιμο σε γενικές γραμμές από την άνοιξη, έχει παραπεμφθεί στις καλένδες και ο υπουργός που το εισηγήθηκε (αλλά δεν το κατέθεσε στη Βουλή) έχει αποπεμφθεί μετά πολλών επαίνων. Επεξεργασία του μακρόπνοου μεταρρυθμιστικού σχεδίου δεν υπήρξε, ούτε καν στελέχωση των σχετικών οργάνων: τελείως πρόσφατα ο νέος υπουργός συγκρότησε όργανα που θα επεξεργαστούν το σχέδιο, χωρίς να υποδείξει τις κατευθύνσεις της πολιτικής ηγεσίας. Βέβαια, διάλογος χωρίς αρχικές τοποθετήσεις δεν μπορεί να υπάρξει: καθώς δεν έχουν ρητά εκφραστεί οι κυβερνητικές προθέσεις, η επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις επιτροπές δίνει βάσιμες ενδείξεις.

Εξετάζοντας την Επιτροπή Διαλόγου (36 άτομα, με 2 δάσκαλους, έναν καθηγητή μέσης και 30 πανεπιστημιακούς – 5 από παιδαγωγικά τμήματα) διαπιστώνεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία τους ούτε έχει αρθρογραφήσει ούτε αλλιώς παρέμβει σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Από τους λίγους με προϊστορία στο ζήτημα, και μάλιστα σημαντική, είναι ο πρόεδρος της Επιτροπής, Αντώνης Λιάκος, που υπήρξε βασικό στέλεχος του «εκσυγχρονιστικού» ρεύματος και πρωτεργάτης τα τελευταία χρόνια της σύγκλισης με το ΣΥΡΙΖΑ. Δεδομένου ότι η αντίθεση στο πρόγραμμα της Μπολόνιας ήταν σαφώς πλειοψηφική στο ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ ο ΑΛ ήταν ένθερμος υποστηρικτής του, ενδιαφέρον παρουσιάζει ποια συνισταμένη μπορεί να προκύψει. Η πιθανότητα να εγκαταλειφθεί από μεριάς ΣΥΡΙΖΑ η αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη άποψη περί Παιδείας είναι μεγάλη – αλλά ας μην προτρέχουμε.

Παραλείποντας προγενέστερες τοποθετήσεις του ΑΛ, ας εξετάσουμε τις πρόσφατες δηλώσεις και συνεντεύξεις του ως Πρόεδρος πλέον της Επιτροπής[2]. Ασχολείται κυρίως με διατυπώσεις αναγκών: Σχηματοποιώντας, στόχος είναι «η διάσωση της δημόσιας εκπαίδευσης και το άνοιγμα στις φτωχότερες τάξεις του πληθυσμού», η αντικατάσταση του συστήματος των Πανελλήνιων Εξετάσεων από ένα «αναβαθμισμένο ισχυρό Απολυτήριο Λυκείου», η αναμόρφωση των σπουδών των εκπαιδευτικών, η εξεύρεση πόρων για την Παιδεία. Συνοψίζοντας, η προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις απαιτήσεις της εποχής.

Όλα αυτά είναι σωστά. Και αρκούντως γενικά, ώστε να μπορείς να στρίψεις το τιμόνι προς οποιαδήποτε κατεύθυνση (πόσο μάλλον που στη συγκεκριμένη συγκυρία οι προστάτιδες δυνάμεις θα έχουν τον τελευταίο λόγο και εδώ). Διότι οι «απαιτήσεις της εποχής» διαφέρουν κατά περίπτωση: Άλλοι δουλεύουν κι άλλοι καρπώνονται χρήμα, άλλοι διατάζουν κι άλλοι υπακούουν. Ζούμε σε μια εποχή όπου οι ανισότητες είναι τεράστιες, μεγαλύτερες από οποτεδήποτε άλλοτε. Θα γίνει η προσαρμογή σ’ αυτό με αποδοχή ή με αντίσταση στην αυξητική τάση των ανισοτήτων; Και πώς; Πώς συνολικά η κοινωνία θα τοποθετηθεί; Τι εφόδια, μέσω Παιδείας, θα έχει το άτομο (ο «μέσος άνθρωπος» καταρχήν, οι ειδικότερες κατηγορίες ενσυνεχεία), ώστε να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες και να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες της ζωής;

Όταν τέτοια ερωτήματα δεν μπαίνουν, η απάντηση υπονοείται: Συμβιβαζόμαστε, ακολουθούμε το ρεύμα, κι ο καθένας ότι αρπάξει. Οι κοινωνίες δεν αλλάζουν, κι αν αλλάζουν το κάνουν με τη «φυσική ροή των πραγμάτων», στην οποία είναι ανώφελο να αντισταθεί ο καθείς. Ο καθείς, μόνος του. Το άτομο.

Όμως το σχολείο, εκτός από γνώσεις ορίζει και ένα σύστημα αξιών, μαθαίνει στα παιδιά τη συμβίωση με τους άλλους και με το περιβάλλον. Τις βασικές αυτές επιλογές οφείλουν να εξυπηρετούν οι μέθοδοι διδασκαλίας, τα διδασκόμενα μαθήματα, τα αναλυτικά προγράμματα, οι κανονισμοί. Καθώς η προοπτική ατομικής προκοπής, που προβάλλεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, είναι ακόμη εφικτή αλλά στατιστικά ολοένα πιο σπάνια, υποστηρίζω πως δεν επιτρέπεται το σχολείο να την υιοθετεί ως κυρίαρχο πρότυπο. Ας θίξουμε λοιπόν, ενδεικτικά και σχηματικά, κάποιες επιλογές που επιμελώς δεν έχουν ρητά τεθεί από καμία κυβέρνηση[3].

–  Καθώς σπρώχνουν προς τον ατομικισμό, για να υπάρξει ισορροπία μεταξύ συλλογικού και ατομικού εγώ, το σχολείο πρέπει να πριμοδοτήσει τη συνεργασία, την επικοινωνία και την κοινή δράση των παιδιών, την άμιλλα αντί του ανταγωνισμού. Να ανιχνεύσει και να ενισχύσει του καθενός την κλίση, να αξιοποιήσει τη φαντασία, τη μίμηση, την περιέργεια, τη δημιουργικότητα, να συνδυάσει τη μάθηση με το παιχνίδι, να καλλιεργήσει την απόλαυση της ανακάλυψης, της γνώσης, της μοιρασιάς με τους άλλους. Και να διαθέτει προς τούτο εκπαιδευτικούς κατάλληλα προετοιμασμένους.

–  Χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι ο καταιγισμός αλλεπάλληλων μηνυμάτων και παραστάσεων που δεχόμαστε, και που μειώνει τη δυνατότητα πρόσληψης και κρίσης, διαχωρισμού του σημαντικού από το ασήμαντο, του μερικού από το γενικό, κατανόησης αιτίων και αποτελεσμάτων. Το σημερινό σχολείο ασκείται στη συσσώρευση ασύνδετων γνώσεων που λησμονιούνται μετά την εξέταση, χωρίς δέσιμο κάθε χρονιάς με την επόμενη, κάθε μαθήματος με τα γειτονικά. Χρειάζεται λιγότερη ποσότητα, μεγαλύτερο βάθος και δομή στην ύλη και προσαρμογή στις αντιληπτικές ικανότητες κάθε ηλικίας. Η επικράτηση της παπαγαλίας συνιστά γενοκτονία.

– Η σύγχρονη τεχνολογία παρέχει δυνατότητες που σε προηγούμενες εποχές θα χαρακτηρίζονταν μαγικές: με ένα πάτημα κουμπιού παράγεις και αναπαράγεις εικόνες ή ήχους, επικοινωνείς εκμηδενίζοντας την απόσταση, ταξιδεύεις σε ονειρεμένα μέρη και λύνεις κάθε λογής απορίες. Τα παιδιά χειρίζονται τα νέα μηχανήματα ευκολότερα από τους περισσότερους μεγάλους. Εθίζονται έτσι σε έναν κόσμο όπου η σχέση μεταξύ δράσης και αποτελέσματος είναι κρυμμένη και απρόσιτη, και η γνώση της προνόμιο μιας κάστας ειδικών. Ρόλος του σχολείου είναι όχι απλώς η εξοικείωση και χρήση, αλλά η απομυθοποίηση αυτής της μαγικής εικόνας, δείχνοντας στα παιδιά τους κρυφούς κρίκους της αιτιακής αλυσίδας, αλλά και τις παρενέργειες των ενεργειών.

Όσο παρόμοια ερωτήματα δεν μπαίνουν στο τραπέζι, και θίγονται απλώς συμπτώματα και όχι πηγές της κακοδαιμονίας της εκπαίδευσης, και τούτος ο Διάλογος θα είναι φερετζές μιας πολιτικής που «προσαρμόζει» την Παιδεία στις επιταγές των «αγορών», μια Παιδεία-εμπόρευμα, με ποιότητα προσαρμοσμένη στο πορτοφόλι του κάθε πελάτη (όχι πολίτη).

[1] Βλ. ομότιτλα άρθρα σε αντίστοιχες περιστάσεις το 2005 και 2009 στην Ελευθεροτυπία https://venios.wordpress.com/2016/01/25/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CE%AF%CE%B1/ και http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=15400

[2] Π.χ. http://www.efsyn.gr/arthro/gia-na-diasosoyme-tin-ekpaideysi-prepei-na-ti-metarrythmisoyme

[3] Προφανώς, συνθήματα τύπου «μαθητοκεντρικό σχολείο», «διαθεματική (sic) προσέγγιση», σε λάθος ερωτήσεις απαντούν και μάλλον συσκοτίζουν το πρόβλημα.

Ποιος διάλογος για ποια παιδεία (ξανά)¹;

25 Ιανουαρίου, 2016

Πάνω από τους μισούς υπουργούς Παιδείας τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν εξαγγείλει «διάλογο».

Συνήθως, επιδιώκοντας να επιβάλουν προαποφασισμένες ρυθμίσεις, υιοθετώντας ενδεχομένως μικρές διορθώσεις. Κάποτε ούτε καν: ο νόμος Γιαννάκου έφερε τόσες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, ώστε μηδέ τους τεχνοκράτες υποστηρικτές του δεν ικανοποιεί.

Αλλάζει κάτι με το σημερινό διάλογο «από μηδενική βάση»; Πιστεύω ναι. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να θέλει κάτι καινούργιο, θέλει να κερδίσει χρόνο μέχρι τις ευρωεκλογές, χωρίς μείζονες αντιδράσεις από την εκπαιδευτική κοινότητα, ελπίζοντας συνάμα σε μια συναίνεση με την αξιωματική αντιπολίτευση, εκεί που υπάρχει ιδεολογική συγγένεια: ιδιωτικοποίηση και τεχνοκρατία. Με το μαλακό.

Πώς έτσι; Αφενός η παγκόσμια κρίση, που φρενάρει διεθνώς τη νεοφιλελεύθερη προέλαση, αφετέρου (κυρίως, νομίζω) η μαθητική εξέγερση του Δεκέμβρη έδειξαν ότι η τακτική του οδοστρωτήρα κινδύνευε να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Εξού κι η αλλαγή υπουργού, εξού κι η αλλαγή στυλ.

Μηδενική βάση αλλά προκαθορισμένη ατζέντα: γενικώς περί αναβάθμισης του Λυκείου, ειδικώς εισαγωγικές και άσυλο. Για τα υπόλοιπα, και ιδίως τα πεπραγμένα της κυβέρνησης (νομοθετήματα, αναγνώριση Κολεγίων, υποχρηματοδότηση), ουδείς λόγος: τα κρύβουμε κάτω από το χαλί, όπως η γάτα τις ακαθαρσίες της. Για την ποιότητα των σπουδών, των προγραμμάτων, των βιβλίων, για τον φόρτο εργασίας, για τη σχολική αποτυχία, τίποτα.

Η ατζέντα δείχνει τον προβληματισμό της κυβέρνησης. Οποιος καλεί σε διάλογο, θέτει κάποια ερωτήματα προς απάντηση. Ερωτήματα καίρια ή αποπροσανατολιστικά; Ας το δούμε.

Θέμα πρώτο, το πανεπιστημιακό άσυλο. Ακριβέστερα, η καταστρατήγησή του, ενίοτε, από κάποιες περιθωριακές ομάδες, που το χρησιμοποιούν ως καταφύγιο, ως ορμητήριο για κλεφτοπόλεμο με την αστυνομία, μονοπωλώντας το χώρο και το λόγο. Παρακωλύοντας επομένως τη διεξαγωγή των μαθημάτων και τη διακίνηση των ιδεών με τις οποίες δεν συμφωνούν.

Είναι όμως θέμα Παιδείας αυτό; Οι ομάδες αυτές δημιουργούνται και αναπαράγονται από τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η καταστολή είναι αναποτελεσματική: όσες φορές κι αν μπήκε η αστυνομία, δεν απέτρεψε την επανάληψη των φαινομένων σε πρώτη ευκαιρία. Ας αναρωτηθούν οι κρατούντες γιατί τροφοδοτούν το περιθώριο κάθε χρόνο με φουρνιές νέων που δεν περιμένουν τίποτε από την κοινωνία – σίγουρα το ανούσιο σχολείο παίζει ρόλο, αλλά δεν είναι ο μόνος παράγοντας.

Μη θίγετε το πανεπιστημιακό άσυλο. Οσο πιο δύσκολη είναι η περιφρούρησή του τόσο πιο πολύτιμο είναι.

Θέμα δεύτερο, το εξεταστικό. Διάφορες «τεχνικές» λύσεις διαφαίνονται: είτε ενσωμάτωση του φροντιστηρίου σε ένα ολοήμερο Λύκειο, είτε μετακύλιση των εισαγωγικών εξετάσεων στο πρώτο έτος των ΑΕΙ. Οι κίνδυνοι ορατοί: ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση για τους μαθητές στην πρώτη περίπτωση, θριαμβευτική επικράτηση της παπαγαλίας στο πανεπιστήμιο (δηλαδή κατάργησή του στην ουσία) για τη δεύτερη. Κοινό χαρακτηριστικό: όλοι όσοι θέλουν να σπουδάσουν πρέπει να δώσουν εισαγωγικές.

Αποτελεί αυτό απεμπλοκή του Λυκείου από τις εισαγωγικές; Ή παράταση των φροντιστηρίων για ένα χρόνο ακόμη; Είναι αυτό απάντηση στην αγωνία της μαθητικής νεολαίας; Σίγουρα όχι.

Δώστε μας πίσω τον κλεμμένο χρόνο, ήταν το μήνυμα των παιδιών που ξεσηκώθηκαν θρηνώντας το συμμαθητή τους. Δεν ξεσηκώθηκαν για το αβέβαιο αύριο, για την εργασιακή ανασφάλεια, τα σκάνδαλα, την οικολογική καταστροφή – αυτά είναι ερμηνείες των ενηλίκων, είναι οι λόγοι για τους οποίους το ξέσπασμά τους βρήκε τόση απήχηση στις μεγαλύτερες ηλικίες. Ξεσηκώθηκαν για το ζοφερό σήμερα: δεν φτάνει που μας κλέβετε τη ζωή μας, μας σκοτώνετε κι από πάνω!

Ζητούν -ζητούμε- ένα άλλο σχολείο. Που θα προσφέρει στα παιδιά γνώσεις, κοινωνική ένταξη και φροντίδα. Οχι στη σημερινή αδιαφορία, όχι στην παπαγαλία και την ταξινόμηση: σκέψη θέλουμε, όχι εξαρτημένα αντανακλαστικά. Πολίτες, όχι ρομπότ.

Οσο διατηρούνται οι πανελλήνιες εισαγωγικές, το σύστημα θα παραμένει και θα χειροτερεύει. Εχουμε συνταιριάσει τον αδυσώπητο ανταγωνισμό με την «αντιαυταρχική» τάχατες εκπαίδευση,2 που στέλνει στο Γυμνάσιο μεγάλο ποσοστό λειτουργικά αναλφάβητων: εξυπνότατα δεκατετράχρονα παιδιά που δεν μπορούν να κάνουν μια περίληψη, που λύνουν την εξίσωση 3χ=6 φτύνοντας όλα τα δυνατά εξαγόμενα, 9, 18, 3, 2, κι όποιο πιάσει. Και τα ρίχνουμε όλα στο νερό, κι όσα δεν ξέρουν κολύμπι ας πνιγούν.

Αναβάθμιση του σχολείου σημαίνει κατάργηση των πανελληνίων εξετάσεων -όχι χρονική μετατόπισή τους- και αυτονόμηση του σχολείου. Με φροντίδα εναντίον της σχολικής αποτυχίας. Ενισχυτική διδασκαλία όχι για τους καλούς μαθητές αλλά για τους αδύναμους, ώστε το σχολείο να εξισορροπεί τις κοινωνικές ανισότητες στο μέτρο του δυνατού: δεν είναι αυτό τμήμα της αποστολής του;

Μετά το αναβαθμισμένο σχολείο, ας ακολουθεί είτε πανεπιστημιακή μόρφωση είτε επαγγελματική (κάτι που η Πολιτεία έχει τελείως αμελήσει), είτε άμεση ένταξη στην παραγωγή. Χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις. Με το απολυτήριο και μόνο. Ελεύθερη πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Η αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού θα είναι σχετικά μικρή. Η χώρα έχει αρκετό επιστημονικό δυναμικό (οι σημερινοί υποψήφιοι λέκτορες μερικές φορές έχουν πλουσιότερο βιογραφικό από τους καθηγητές πριν σαράντα χρόνια) για να τους εκπαιδεύσει: χρειάζονται χρήματα για προσλήψεις και υποδομή, χρειάζεται ενίσχυση των επαρχιακών ΑΕΙ ώστε να αποκτήσουν κρίσιμη μάζα και να πάψουν να είναι ημιεπιστήμια (και κάποια απ’ αυτά κλικοκρατούμενα). Και είναι προτιμότερο να διδάσκεις φοιτητές που ενδιαφέρονται, παρά φοιτητές που απλώς βρέθηκαν εκεί.

Μόνιμη αντίρρηση: Κι αν όλοι θέλουν να γίνουν γιατροί;

Απάντηση: Γιατί πρέπει όλοι να διαγωνίζονται επειδή κάποιοι (πολλοί) θέλουν να γίνουν γιατροί; Στις σχολές μεγάλης ζήτησης ας υπάρχει κάποια επιλογή κλειστού αριθμού, σε κάποια φάση, κι όσοι δε χωράν’ ας πάνε αλλού ή ας ξαναδοκιμάσουν. Τεχνικές λύσεις υπάρχουν πολλές, ας κοιτάξουμε τι γίνεται σε άλλες χώρες, ας εμπνευστούμε κι ας προσαρμόσουμε στις δικές μας ανάγκες (ή ας αντιγράψουμε τυφλά, όπως συνήθως κάνουν οι κυβερνώντες κι οι τεχνοκράτες σύμβουλοί τους).

Αναβάθμιση της Παιδείας από την κορφή προς τα κάτω στερείται νοήματος. Χρειάζεται σχέδιο για όλη την εκπαιδευτική πυραμίδα, όχι ασπιρίνες: Σχέδιο μακρόπνοο, αλλά και μέτρα άμεσα.

Αμέσο μέλημα είναι η αναβάθμιση των ίδιων των εκπαιδευτικών, που σήμερα η Πολιτεία τούς σπρώχνει σε συμπληρωματικές εργασίες: ταξί, ιδιαίτερα, προγράμματα. Αναβάθμιση των αποδοχών τους αλλά και της κατάρτισης και της επιλογής τους.

Δύσκολο πράμα να διδάσκεις. Οπως ο ηθοποιός, έχεις κάθε μέρα ένα κοινό στο οποίο δίνεις παράσταση. Αλλά ενώ το κοινό του ηθοποιού πάει εθελοντικά στο θέατρο, το κοινό του δάσκαλου πάει υποχρεωτικά στην τάξη. Αλίμονο αν δεν του ξυπνήσει το ενδιαφέρον. Αλίμονο αν δεν αγαπάει τη δουλειά του – και τα παιδιά.

Μπορεί κανείς να γίνει ηθοποιός χωρίς να περάσει από ακρόαση; Απαντώντας σε γραπτές εξετάσεις και μόνον; Και μάλιστα σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής;

Βεβαίως. Ο κατεξοχήν ηθοποιός3, ο δάσκαλος, ο καθηγητής, αυτό κάνει. Μέσω ΑΣΕΠ.

Γιατί δεν θεσμοθετούμε τον ασκούμενο εκπαιδευτικό; Οπως για τους δικηγόρους ή τους γιατρούς. Οπως στη Γαλλία. Τρεις εβδομάδες στην τάξη παρακολουθώντας το μάθημα ενός έμπειρου δάσκαλου, μια εβδομάδα στον πίνακα να διδάσκει. Με παράλληλη παρακολούθηση θεωρητικών μαθημάτων κι εκπόνηση εργασίας. Με όφελος διπλό: και για τον νέο, αλλά και για τον παλιό, που θα ‘χει ένα τρίτο μάτι στην τάξη, άμυνα στη ρουτίνα.

Ολα αυτά στο τραπέζι του διαλόγου -και άλλα πολλά. Πολύ αμφιβάλλω αν θα απασχολήσουν τα κυβερνητικά επιτελεία, παρά τις ενδεχομένως αγαθές προθέσεις4 ορισμένων. Μπορούν όμως (και πρέπει) να απασχολήσουν την εκπαιδευτική κοινότητα. Τόσο τους συγκροτημένους φορείς, όσο και πρωτοβουλιακές ομάδες. Δραστηριότητες που δεν γίνονται από τα πάνω μπορούν να γίνουν από τα κάτω. Θετική η πρόσφατη πρωτοβουλία της Ελευθεροτυπίας για κριτική παρουσίαση των σχολικών βιβλίων: Μπορεί να συστηματοποιηθεί και να διευρυνθεί, από εκπαιδευτικούς, με τη δημιουργία μιας αντίστοιχης τράπεζας δεδομένων για όλα τα μαθήματα;

Δεν είναι καιρός για υπεκφυγές. Επείγει η ανατροπή δεκαετιών εφησυχασμού. Κι αν η κοινωνία των ενηλίκων δεν το κάνει οργανωμένα, θα το βρει από τα παιδιά της.

________________________________________

1. Ομότιτλο άρθρο είχε δημοσιευτεί στην «Ελευθεροτυπία» στις 22/1/2005, ως απάντηση σε συνέντευξη του Θάνου Βερέμη, νεοδιορισμένου τότε προέδρου του ΕΣΥΠ. Περιέχεται, με άλλα σχετικά άρθρα μου, στο βιβλίο μου Θέλουμε Παιδεία; (εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2007).

2. Αντιαυταρχική εκπαίδευση δεν σημαίνει απλώς κατάργηση της τιμωρίας, αλλά αντικατάστασή της από θετικά κίνητρα, όπως η ευχαρίστηση και η περιέργεια του παιδιού.

3. Ο ποιών ήθος.

4. Η κόλαση με καλές προθέσεις είναι στρωμένη, κατά τον Πασκάλ.

Ποιος διάλογος, για ποια παιδεία;*

25 Ιανουαρίου, 2016
Ενώ διαρκούσε το συνέδριο της Ομοσπονδίας των Πανεπιστημιακών Δασκάλων (ΠΟΣΔΕΠ), δημοσιεύτηκε συνέντευξη του καθηγητή Πολιτικής Ιστορίας Θάνου Βερέμη, νεοδιορισμένου προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ), πάνω στα προβλήματα της Ανώτατης Παιδείας.

Συνέντευξη που προκάλεσε αλγεινή εντύπωση στους συνέδρους, που επί τριήμερο προσπαθούσαν να εντοπίσουν και τα κακώς κείμενα και τα αίτιά τους και τις προτεινόμενες λύσεις. Ο καλός συνάδελφος παραθέτει μια σειρά συμπτώματα χωρίς καμία σύνδεση ούτε ιεράρχηση, καθώς και «μέτρα» για την αντιμετώπιση του καθενός ξεχωριστά. Αναφέρεται στη διευκόλυνση των μετεγγραφών μεταξύ ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, στους καθηγητές που απουσιάζουν από τα μαθήματά τους, στους φοιτητές που παρατείνουν τις σπουδές εσαεί, στο μοναδικό διδακτικό βιβλίο, στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, στην παροχή δωρεάν συγγραμμάτων, στη μετατροπή των λυκείων σε φροντιστήρια, και σε μερικά άλλα, σαν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που θα ανταγωνίζονται τα δημόσια, όπως τα περίπτερα(!) μεταξύ τους.

Ισως η αβασάνιστη προβολή «λύσεων» και η απουσία επιχειρηματολογίας να οφείλονται στο είδος γραφής (συνέντευξη), το οποίο να αδικεί τον Θ.Β. Ειδεμή, η διαδικασία διαλόγου στο ΕΣΥΠ είναι υπονομευμένη: το υπουργείο έχει έτοιμες προτάσεις και δεν θα δεχτεί παρά επουσιώδεις τροποποιήσεις. Ο Εθνικός Διάλογος για την Παιδεία θα έχει λήξει πριν καν αρχίσει (ούτε καν σε έξι μήνες, όπως ζήτησε ο πρωθυπουργός). Θα υιοθετηθούν «μέτρα» που τίποτα δεν θα λύσουν· ορισμένα μάλιστα θα οξύνουν τα προβλήματα. Και με τον επόμενο υπουργό θα έχουμε πάλι μία από τα ίδια, και χειρότερα. Διότι η ελληνική παιδεία πάσχει από πολύχρονη ασθένεια. Και θεραπεία συμπτωμάτων χωρίς γνωμάτευση (ή με γνωμάτευση θατσερικού τύπου) καλό δεν κάνει.

Αλλά ας μπούμε στην ουσία. Οντως υπάρχουν «αιώνιοι φοιτητές» και απόντες καθηγητές. Οταν υπάρχουν δικαστικοί που χρηματίζονται, αστυνομικοί που εκδίδουν αλλοδαπές ή δημοσιογράφοι που ροκανίζουν μυστικά κονδύλια (και δεν λέω τίποτα για τα φακελάκια και τους αποδέκτες τους) θα ‘ταν αφύσικο το πανεπιστήμιο να ‘χει παραμείνει άσπιλο κι αμόλυντο. Στην Ελλάδα επικρατεί γενικευμένη ανοχή: Για την αποκατάσταση της ηθικής και την τήρηση των προσχημάτων καταφεύγουμε κατά καιρούς σε τιμωρία κάποιων ενόχων, εξιλαστηρίων θυμάτων, χωρίς να θίγουμε τις γενεσιουργές αιτίες. Και χωρίς να διορθώνουμε τίποτα.

Γιατί αποτελούν πρόβλημα οι φοιτητές που χάνουν πάνω από δύο χρόνια σπουδών; (Και γιατί δύο και όχι τρία ή ένα; Από ποια κολοκυθιά προκύπτει;) Το ποσοστό τους είναι αμελητέο (στο Πολυτεχνείο τουλάχιστον -αν ο Θ.Β. έχει πλήρη στοιχεία, καλό θα ‘ταν να τα δημοσιοποιήσει). Στα μαθήματα δεν έρχονται, στις εξετάσεις πότε πότε. Βιβλία δεν παίρνουν. Τόσο σε χρήμα όσο και σε γραφειοκρατικό φόρτο ελάχιστα κοστίζουν στην πολιτεία. Επιβαρύνουν τους εαυτούς τους ή τις οικογένειές τους, όχι άλλους. Την κηδεμονία τους επιζητούμε;

Αντίθετα, οι καθηγητές που δεν κάνουν μάθημα αποτελούν πρόβλημα, αν και τα μαθήματα δεν χάνονται αλλά γίνονται από συνεργάτες (δεν λέμε πλέον βοηθούς), παρότι αυτοί αποτελούν εξαίρεση. Εξαίρεση που ίσως γενικευθεί, γιατί προς τα εκεί σπρώχνουν οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις. Αυτοί οι καθηγητές νέου τύπου κάθε άλλο παρά αργόμισθοι είναι: εξασφαλίζουν χρηματοδοτήσεις, συμβόλαια και προγράμματα, μετέχουν σε επιτροπές, κάνουν δημόσιες σχέσεις, προσλαμβάνουν ή προσελκύουν ανθρώπους και τους δίνουν ιδέες, κατευθύνσεις, δουλειά. Εχουν μετατραπεί σε μάνατζερ και η διδασκαλία σε δευτερεύον καθήκον. Η έδρα έχει αναβιώσει όχι πλέον ως φέουδο, αλλά ως επιχειρηματική μονάδα. Φτάνοντας μέχρι την ίδρυση κερδοσκοπικών εταιρειών παροχής υπηρεσιών, όπως καταγγέλθηκε στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ.

Αλλά αυτά είναι συνέπεια (ακραία ίσως), της πολιτικής όλων των τελευταίων κυβερνήσεων. Ο τακτικός προϋπολογισμός μειώνεται και τα ΑΕΙ καλούνται να αναζητήσουν άλλους πόρους, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς. Η γνώση δεν θεωρείται πλέον κοινωνικό αγαθό αλλά εμπόρευμα προς αξιοποίηση. Εχει επικρατήσει η εξίσωση έρευνα = προγράμματα = χρήμα· σε τέτοιο βαθμό, ώστε στις εξελίξεις διδασκόντων να αναφέρεται πόσα προγράμματα και πόσα χρήματα έφερε ο κρινόμενος. Δεν μιλάμε για μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών, αλλά για προγράμματα με ημερομηνία λήξης κι ενδεχομένως επανέγκρισης. Η επικρεμάμενη «αξιολόγηση» συνίσταται στην ίδρυση ενός κεντρικού μηχανισμού ελέγχου για την κατανομή κονδυλίων στα πανεπιστήμια (και για το βόλεμα ημετέρων), ανάλογα με τις «επιδόσεις» τους: περίπου όπως το ΔΝΤ, που κάνει τους φτωχούς φτωχότερους.

Η λογική της αγοράς οδηγεί σε υποβάθμιση, ιδιαίτερα αισθητή στα περιφερειακά πανεπιστήμια. Εχουμε μείωση εσόδων και υπερδιπλασιασμό φοιτητών την τελευταία πενταετία. Το διδακτικό έργο καλύπτεται κατά πολύ από συμβασιούχους 407, με ακαδημαϊκά προσόντα αλλά με άθλιες συμβάσεις και σε ανεπαρκή αριθμό: στην Πάτρα φτάσαμε να μοιραστεί μια θέση σε 16 άτομα, ενώ στο Αιγαίο οι πιστώσεις του έτους κάλυψαν μόνο το χειμερινό εξάμηνο – για το εαρινό υπολογίζουν στο μάννα εξ ουρανού.

Δεν είναι όμως μόνο χρηματικά τα αίτια τής υποβάθμισης. Ορθά επισημαίνει ο Θ.Β. την προσκόλληση στο μοναδικό σύγγραμμα ή την ανεπάρκεια του Λυκείου. Η υποβάθμιση οφείλεται στη συνολική αντίληψη που έχει η κοινωνία μας για τη γνώση (παρά τις φλυαρίες περί κριτικής σκέψης): Δεν είναι η γνώση που μετράει αλλά το πτυχίο, που είναι εμπορεύσιμο (εξού και το μέλημα για τυποποίηση πτυχίων και πτυχιούχων σε ευρωπαϊκό επίπεδο) καθώς και εφόδιο για κοινωνική άνοδο. Το περιεχόμενο λίγο μετράει: αρκεί να μη γινόμαστε τελείως ρεζίλι. Και το κρίσιμο σημείο είναι η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή το εξεταστικό σύστημα, κομβικό σημείο τού εκπαιδευτικού μηχανισμού. Με την τραγική αλληλουχία: αδιάβλητες εξετάσεις σημαίνει «αντικειμενική» βαθμολόγηση, που σημαίνει παπαγαλία, που σημαίνει πνευματική στείρωση . Με τους εφήβους άλογα ιπποδρόμου για το ντέρμπι τής ζωής τους, χωρίς χρόνο δικό τους, με μίσος προς την καταπίεση της μάθησης. Και με τους εκπαιδευτικούς των χαμηλότερων βαθμίδων κακοπληρωμένους παιδοφύλακες του συστήματος: αν θέλουν πιο πολλά λεφτά, ας κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα.

Περισσότερο από τους μισούς υπουργούς Παιδείας, από την εποχή Γ. Ράλλη, έχουν επιχειρήσει αναδιάρθρωση του εξεταστικού συστήματος. Χωρίς να θιγεί η παπαγαλία. Και χωρίς επιτυχία. Κι αυτό θα συνεχιστεί, η προφητεία είναι εύκολη. Διότι η αναβάθμιση της Παιδείας ξεπερνάει το εξάμηνο, ξεπερνάει την τετραετία. Είναι υπόθεση μακροπρόθεσμη, και σημαίνει ότι η Παιδεία γίνεται κοινωνική προτεραιότητα και όχι απλώς θεσμός για ατομική χρήση. Η αναβάθμιση της Παιδείας σημαίνει χρηματοδότηση, και όχι μόνο. Σημαίνει αναβάθμιση των εκπαιδευτικών κάθε βαθμίδας. Αν το έργο θεωρείται σημαντικό, δεν το αναθέτεις σε παρίες. Το αναθέτεις στους καλύτερους, με επιλογή και σωστή προετοιμασία, και τους πληρώνεις καλά, σε χρήμα και σε χρόνο.

Αλλά αυτό δεν αρκεί. Χρειάζεται αναβάθμιση του περιεχομένου των σπουδών, εξειδίκευση κατά κλάδο και κατά ηλικία, επιλογή της αναλογίας ανάμεσα στη συσσώρευση γνώσεων και την εμβάθυνσή τους, και πολλά άλλα συναφή. Κι αυτά δε γίνονται με κυβερνητικές ή διοικητικές παρεμβάσεις. Χρειάζεται κινητοποίηση συνειδήσεων.

Εναν αιώνα μετά τα πειραματικά σχολεία του Ντεκρολί και της Μοντεσόρι, μισόν αιώνα μετά τον Νέιλ και το σχολειό του Σόμερχιλ, βρισκόμαστε πολύ πίσω απ’ αυτούς. Οφείλουμε, όσοι αγωνιούμε για την Παιδεία, εκπαιδευτικοί και μη, να ξεπεράσουμε το επίπεδο της καταγγελίας, να αρθρώσουμε προτάσεις, γενικές κι εξειδικευμένες, όπως π.χ. την ίδρυση ενός φορέα για τη διάσωση της Γεωμετρίας ή τη συγκέντρωση, συστηματοποίηση και διάδοση υλικού για τα εκπαιδευτικά συστήματα διαφόρων χωρών και τα προβλήματά τους. Και μόνον εάν υπάρξει μια κρίσιμη μάζα από εθελοντές, για την αναβάθμιση της Παιδείας, μπορούμε να ελπίζουμε σε κοινωνική ευαισθητοποίηση και αλλαγή πορείας.

Ως τότε, ας βουλιάζουμε χαρούμενα όλοι μαζί. Κι ας απαιτούμε από την κυβέρνηση, την κάθε κυβέρνηση, τουλάχιστον να μη βλάπτει, στερώντας την τροφή του ασθενούς και κάνοντάς του λίφτινγκ.

____________________________
* Δημοσιεύτηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 22/01/2005, απαντώντας σε συνέντευξη του Θάνου Βερέμη, προέδρου του ΕΣΥΠ. Δύο ομότιτλα άρθρα έχουν ακολουθήσει, το 2009 και το 2016, εδώ https://venios.wordpress.com/2016/01/25/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%AC%C2%B9/ και https://venios.wordpress.com/2016/01/25/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%821/

 

Ο ρόλος των Μαθηματικών σ’ ένα αναβαθμισμένο σχολείο*

12 Οκτωβρίου, 2015

Κατά γενική ομολογία, στόχος του σχολείου είναι η ενσωμάτωση των παιδιών στην κοινωνία, με την παροχή γνώσεων, τη διαμόρφωση αντιλήψεων, την υιοθέτηση κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς. Ο γενικός αυτός στόχος συγκεκριμενοποιείται με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τις εποχές και τις κοινωνίες. Για παράδειγμα, υπήρξε περίοδος όπου βασικός στόχος του σχολείου στη χώρα μας ήταν η διευκόλυνση της μετεξέλιξης της ελληνικής γλώσσας όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς την αρχαία Αττική διάλεκτο. Σήμερα, βασικός στόχος είναι η ταξινόμηση κάθε σχολικής φουρνιάς με στόχο τη διοχέτευση σημαντικού μέρους της προς την Ανώτατη Εκπαίδευση. Και κεντρικό εργαλείο γι’ αυτή την ταξινόμηση είναι ο θεσμός των Πανελληνίων Εξετάσεων, που έχουν αναχθεί σε ακρογωνιαίο λίθο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τουλάχιστον για τα τελευταία σχολικά έτη.

Το φαινόμενο αυτό στηρίζεται στο ότι το πτυχίο αποτελούσε σημαντικό εφόδιο κοινωνικής ανόδου επί πολλές δεκαετίες – αυτό δεν ισχύει πια, τώρα το πτυχίο αποτελεί μάλλον διαβατήριο προς την ανεργία, αλλά η αίγλη του παραμένει. Καθώς ζούμε σε μια κοινωνία ανταγωνιστικότητας και ο διαγκωνισμός για την πρόσβαση στα ΑΕΙ είναι μεγάλος, απαιτείται ένα ταξινομητικό κόσκινο, άρα οι Πανελλήνιες.

Το πόσο βλαβερή είναι η μετατροπή των εξετάσεων από εκπαιδευτικό εργαλείο σε μείζονα στόχο της εκπαίδευσης έχει αναλυθεί από πολλούς και δεν θα επεκταθώ. Θα αρκεστώ να αναφέρω ότι αφενός τα μη εξεταζόμενα μαθήματα υποβιβάζονται, αφετέρου τα εξεταζόμενα μεταλλάσσονται σε έναν κατάλογο επιφανειακών γνώσεων και τεχνικών προς αποστήθιση.

Όταν μιλάμε λοιπόν για αναβαθμισμένο σχολείο, χρειάζεται να εξειδικεύσουμε κάποιες προδιαγραφές. Σημειώνουμε κατά πρώτον –και δεν θα επεκταθούμε σ’αυτό το θέμα– ότι το σχολείο, εκτός από το να παρέχει γνώσεις, διαμορφώνει κοινωνικές αξίες και κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς. Δεδομένου ότι η περιρρέουσα ιδεολογία προάγει τον ανταγωνισμό και την ατομικότητα, το σχολείο οφείλει να τα αντισταθμίζει προάγοντας τον αλληλοσεβασμό και τη συλλογική δράση.

Προχωρώντας στο θέμα των γνώσεων που παρέχει το σχολείο, οφείλουμε πρώτα να εξασφαλίσουμε ότι αυτές αντιστοιχούν στην ηλικιακή ωρίμανση του παιδιού, και ότι η ύλη κάθε τάξης στηρίζεται και αξιοποιεί τις γνώσεις των προηγουμένων. Στόχος είναι, στο τελικό στάδιο της σχολικής πορείας, κάθε έφηβος να μπορεί να εκφράζεται σωστά, να κατανοεί τις αιτίες των φαινομένων, να μπορεί να ξεχωρίσει τα σημαντικά από τα δευτερεύοντα μέσα σε ένα πλήθος δεδομένων, να οργανώνει τη σκέψη του και να μπορεί να τη μεταβιβάζει στους άλλους.

Ας σημειωθεί εδώ πως η ραγδαία ανάπτυξη και διάδοση των τεχνολογικών καινοτομιών, φαινόμενο που όλα δείχνουν πως δεν θα εκλείψει, έχει επιπτώσεις τόσο στις ανθρώπινες σχέσεις όσο και στις ανθρώπινες ανάγκες. Η κοινωνία του σήμερα διαφέρει από τη χτεσινή κοινωνία και η αυριανή θα είναι πάλι διαφορετική. Επομένως το σχολείο του σήμερα πρέπει να προετοιμάζει τα παιδιά για την κοινωνία του αύριο.

Όμως η κοινωνία του αύριο δεν είναι δεδομένη, δεν είναι αναγκαστικά γραμμική προέκταση των σημερινών τάσεων. Οι αλλαγές που θα έρθουν σε όλα τα επίπεδα, κοινωνικό, οικονομικό, τεχνολογικό, κλιματικό, κτλ. δεν είναι προϊόν κάποιας φυσικής νομοτέλειας, αλλά αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η βούληση και η δράση των ανθρώπων, ατόμων και συνόλων, παίζει σημαντικό ρόλο, και σημαντικό ρόλο παίζει και το αξιακό σύστημα που τις διέπει και που καλλιεργείται στο σχολείο.

Κατά τα άλλα, οι νέες τεχνολογίες εισβάλλουν στο σπίτι και εισάγουν το παιδί στην κοινωνία των ενηλίκων παράλληλα με το σχολείο, και μάλιστα νωρίτερα και με διαφορετικούς τρόπους, συνήθως πιο ελκυστικούς από το ίδιο το σχολείο. Είναι σαφές ότι το σχολείο δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο στο δικό τους γήπεδο αλλά οφείλει να προσελκύει τα παιδιά με διαφορετικό τρόπο. Οφείλει να οργανώσει την εξοικείωση με την τεχνολογία, απομυθοποιώντας την και καταπολεμώντας την εξάρτηση από αυτήν. Προσέχτε! είπε ο Προμηθέας όταν έδινε τη φωτιά στους ανθρώπους, η φωτιά είναι καλός υπηρέτης και κακός κύριος.

Δύο βασικοί κίνδυνοι που προκύπτουν από την άκριτη χρήση της τεχνολογίας είναι αφενός η μαγική αντίληψη του κόσμου, που προκύπτει από το γεγονός ότι πατώντας κουμπιά εμφανίζεις εικόνες και ήχους, χωρίς καμία γνώση της αλυσίδας δράσεων από το αίτιο στο αποτέλεσμα. Αφετέρου, η συνεχώς ανανεούμενη υπερπληροφόρηση, που οδηγεί στην ισοπέδωση της σκέψης, καθώς το πλήθος και η διαδοχή των ερεθισμάτων αμβλύνει τη δυνατότητα αξιολόγησής τους. Το σχολείο οφείλει να δείξει διεξοδικά ότι οι «μαγικές» ικανότητες είναι προέκταση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, προϊόν αιώνων ιστορικής διαδρομής και λειτουργική σύνθεση πολλών κατανοήσιμων βημάτων. Και για να πετύχει κάτι τέτοιο πρέπει να στηριχτεί στις έμφυτες ιδιότητες των παιδιών, την απορία, την τάση για παιχνίδι, την ανάγκη επικοινωνίας, τη φαντασία, την ικανοποίηση που αισθάνεσαι όταν κατορθώνεις (ή καταλαβαίνεις) κάτι δύσκολο.

Για να γίνουν αυτά χρειάζεται να αυτονομηθούν οι διαφορετικές εκπαιδευτικές βαθμίδες, που αντιστοιχούν σε διαφορετικά στάδια ωρίμανσης του παιδιού. Να διατυπωθούν ρητά οι γνωσιακοί στόχοι κάθε βαθμίδας και να διασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας. Παράλληλα, να ενισχυθούν, στο μέτρο του δυνατού, οι ιδιαίτερες κλίσεις κάθε παιδιού. Και βεβαίως χρειάζεται ριζική αναμόρφωση της μόρφωσης των εκπαιδευτικών αλλά και ριζική αναβάθμιση της κοινωνικής τους θέσης.

 

Σε ένα αναβαθμισμένο σχολείο τα Μαθηματικά έχουν περίοπτη θέση ως εργαλείο μάθησης. Όχι μόνον επειδή ιστορικά είναι ο πρώτος κλάδος που συστάθηκε ως επιστήμη και η εξέλιξή του αντιστοιχεί χοντρικά στα στάδια ανάπτυξης του ανθρώπινου νου, αλλά και επειδή σε όλη τη διάρκεια της εκμάθησής τους αποτελούν προνομιακό ερευνητικό πεδίο. Τα Μαθηματικά είναι το μόνο μάθημα του οποίου το περιεχόμενο ισχύει όχι επειδή το λέει ο δάσκαλος, αλλά επειδή το αποδεικνύει ο δάσκαλος – ή και ο ίδιος ο μαθητής. Με μια μεθοδολογία απόδειξης προσαρμοσμένη στις προσλαμβάνουσες κάθε ηλικίας. Τα σχολικά Μαθηματικά δεν επιτρέπεται να είναι αυτό που τα έχουν καταντήσει (καθότι συνήθως οι απαντήσεις στα ερωτήματα των εξετάσεων είναι τυποποιημένες και μονοσήμαντες), δηλαδή μια βαρετή (και μισητή) αποστήθιση τύπων και συνταγών. Αντίθετα, τα Μαθηματικά οργανώνουν τη σκέψη, καθώς χρησιμοποιούν το γνωστό για να ανακαλύψουν, να κατανοήσουν, να αφομοιώσουν το άγνωστο. Το καινούργιο προκύπτει ως απάντηση σε ερωτήματα που τέθηκαν με βάση το γνωστό, π.χ. «αν το άθροισμα των τετραγώνων δύο πλευρών είναι ίσο με το τετράγωνο της τρίτης πλευράς, τότε είναι το τρίγωνο ορθογώνιο; Και γιατί;» ή «κάθε ευθύγραμμο τμήμα έχει μέσο; Και γιατί;». Και αν εμβαθύνουμε στο προηγούμενο παράδειγμα, παρατηρούμε ότι ένα κολιέ με ζυγό αριθμό από χάντρες δεν έχει χάντρα στη μέση, άρα ένα ευθύγραμμο τμήμα έχει περιττό αριθμό σημείων. Κι αν τα σημεία είναι άπειρα (που συνήθως είναι), οδηγούμαστε στα «παράδοξα» του απείρου.

Προφανώς δεν μπορεί να τεθούν, και κυρίως να απαντηθούν, όλα τα ερωτήματα σε όλες τις ηλικίες. Η προσέγγιση στη μαθηματική γνώση οφείλει να είναι ανάλογη με τα στάδια ωρίμανσης του παιδιού, και αυτό αντιστοιχεί στις διαδοχικές εκπαιδευτικές βαθμίδες, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο. Τελείως σχηματικά (και χωρίς αξιώσεις επιστημονικής πληρότητας), μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια: Πρώτα το στάδιο της εξοικείωσης με τους αριθμούς και τα σχήματα και της εμπειρικής προσέγγισης της εποπτείας που οδηγεί σε στοιχειώδεις κανόνες ταξινόμησης, οργάνωσης και διαπίστωσης σχέσεων. Το δεύτερο στάδιο έχει να κάνει με τη χρήση των συμβόλων και των πράξεων και σχέσεων μεταξύ τους, καθώς και τη σχέση ανάμεσα σε σύμβολο και συμβολιζόμενο, δηλαδή την εξοικείωση με την αφαίρεση και τη γενίκευση. Το τρίτο στάδιο αφορά τη χρήση σύνθετων συλλογισμών και δεν εξαντλείται στη αναπαραγωγή τους, αλλά περιλαμβάνει και διαδικασίες διερεύνησης και κατασκευής της ακολουθίας σκέψεων που οδηγεί σε αποτέλεσμα, καθώς και την ενσωμάτωσή τους σε ένα γενικότερο θεωρητικό περιβάλλον.

Σε όλες τις ηλικίες όμως υπάρχουν κάποιες σταθερές. Τα Μαθηματικά δεν είναι τίποτε άλλο από την επίλυση προβλημάτων με τη βοήθεια άλλων προβλημάτων, λυμένων: Για να λυθεί ένα πρόβλημα χρειάζεται κατανόηση της εκφώνησης, αναγωγή στα ήδη γνωστά, εύρεση της λύσης, έλεγχος του αποτελέσματος και τέλος γλωσσική απόδοσή του. Η λύση ενός μαθηματικού προβλήματος είναι το άνοιγμα ενός δρόμου στον οποίο μπορεί να περπατήσει οποιοσδήποτε είναι εφοδιασμένος με τα κατάλληλα παπούτσια. Η γλωσσική απόδοση είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας (ας μην ξεχνάμε ότι τα μαθηματικά των αρχαίων Ελλήνων δεν χρησιμοποιούσαν αλγεβρικά σύμβολα) και ως εκ τούτου τα Μαθηματικά είναι ένα κατεξοχήν γλωσσικό μάθημα.

Ένα σημαντικό ελάττωμα της διδασκαλίας των Μαθηματικών που πρέπει να καταπολεμηθεί είναι η αυθαίρετη και αναγκαστική εισαγωγή της νέας γνώσης, αποκομμένης από τις προσλαμβάνουσες των μαθητών. Για παράδειγμα, η Άλγεβρα είναι πολύ πιο εύκολη εάν εισαχθεί ως στενογραφική διευκόλυνση των αριθμητικών προβλημάτων: οι πράξεις με γράμματα είναι πιο απλές από τις πράξεις με νούμερα (σε σχολικό επίπεδο πρωτοβάθμιων εξισώσεων τουλάχιστον) και η απαλοιφή των ενδιάμεσων αριθμητικών αποτελεσμάτων μειώνει τις πιθανότητες λάθους. Ο αλγεβρικός συμβολισμός επιτρέπει γενικεύσεις, τυποποιήσεις και αποστασιοποιήσεις από το κάθε επί μέρους πρόβλημα. Αλλά η γενίκευση και η εξαγωγή κοινών χαρακτηριστικών δεν μπορεί να γίνει κατανοητή και ακόμα λιγότερο να γίνει εργαλείο χρήσης, αν δεν προηγείται η εξοικείωση με ικανό πλήθος αντικειμένων που θα αποτελέσουν συγκεκριμένα παραδείγματα της γενίκευσης. Αν υπήρχε μόνο ένας σκύλος στον κόσμο, μάλλον η λέξη «σκύλος» δεν θα υπήρχε ως δηλωτική έννοιας: Αν τότε υπήρχε λέξη «Σκύλος» θα δήλωνε κύριο όνομα, ενδεχομένως θεότητα, τοτέμ, λατρευτικό αντικείμενο, όπως ο Ουρανός και η Γαία ή ο Ήλιος. Η λέξη «ήλιος» απέκτησε πληθυντικό όταν θεωρήθηκε ότι ο ήλιος μας δεν ήταν παρά ένας απλανής αστέρας όπως πολλοί άλλοι, απλώς τυχαίνει να είμαστε κοντά σ’αυτόν.

Η καταπολέμηση της αυθαίρετης επιβολής γνώσεων (που δε θα χωνευτούν ποτέ) βοηθιέται από τη σταδιακή εισαγωγή των εννοιών και τον διαδοχικό επαναπροσδιορισμό τους μέσα στο πλέγμα σχέσεων και ιδιοτήτων στο μέχρι στιγμής γνωστό μαθηματικό οικοδόμημα. Οι περισσότεροι μαθηματικοί όροι, όπως ένα, δύο, δώδεκα, ευθεία, κύκλος, γωνία, σφαίρα, τρίγωνο, κάθετος, είναι λέξεις της καθομιλουμένης, οικείες στο παιδί, αλλά μέσα στο μάθημα των Μαθηματικών η υπόστασή τους αλλάζει. Τα γεωμετρικά σχήματα υλοποιούνται αρχικά με σχέδιο, δίπλωμα ή κόψιμο και κόλλημα χαρτιού, καθώς και με τρίγωνα, τετράγωνα ή εξάγωνα πλακάκια που καλύπτουν το επίπεδο. Όμως κάποια στιγμή οφείλουν να χάσουν την υλικότητά τους.

Επίσης, μια γωνία στην καθομιλουμένη έχει αναγκαστικά μια αιχμή, την κορυφή της, όσο αμβλεία κι αν είναι. Έλα όμως που το άθροισμα δύο ορθών γωνιών είναι μια ευθεία γωνία η οποία στα Μαθηματικά είναι γωνία ενώ στην εμπειρία δεν είναι, καθότι λεία! Έλα που το 3 δεν διαιρεί το 2, αλλά από κάποια στιγμή και μετά το διαιρεί και έχει πηλίκο 2/3! Έλα που οι αρνητικοί αριθμοί δεν έχουν τετραγωνικές ρίζες και όμως από κάποιο σημείο και μετά έχουν, διότι τις εισάγουμε με το χέρι (όπως τα κλάσματα)! Οι αντιφάσεις αυτές είναι ουσιαστικές, παρουσιάζουν δυσκολίες κατανόησης και δεν μπορούν να υπερνικηθούν αν δεν θεωρηθούν ως διεύρυνση του θεωρητικού πλαισίου έτσι ώστε να λυθούν κάποια προβλήματα που είναι άλυτα στο δεδομένο πλαίσιο. Κι αυτό γίνεται με τα δεδομένα της συγκυρίας: Για να μοιράσεις δύο μήλα σε τρία παιδιά φεύγεις από το πλαίσιο των ακεραίων, ειδεμή η μοιρασιά είναι αδύνατη – αλλά βέβαια δεν θα το πεις έτσι στο παιδί, θα το δείξεις με δύο μήλα κι ένα μαχαίρι.

Εδώ μια παρέκβαση: Ένα παιδί που μεγαλώνει καλείται να αφομοιώσει μια σύνοψη γνώσεων και πρακτικών που η ανθρωπότητα έκανε αιώνες ή και χιλιετηρίδες για να εμπεδώσει – και όχι μόνο στα Μαθηματικά. Έτσι, ενώ τα κλάσματα υπήρχαν σε πολλούς πολιτισμούς, οι αρνητικοί αριθμοί και οι ρίζες τους εμφανίζονται στον ύστερο Μεσαίωνα. Η διαφορά ίσων αριθμών δεν υπήρχε (δεν ήταν αριθμός) για τους αρχαίους Έλληνες, υπήρχε όμως από τους Ινδούς και μετά. Και υπάρχουν πολλές άλλες τομές, η εισαγωγή των οποίων δεν έγινε χωρίς βάσανα: Είναι γνωστή η τραυματική ιστορία της ανακάλυψης των άρρητων λόγων από τους Πυθαγόρειους, γνωστή η περιπέτεια του Γαλιλαίου με την Ιερά Εξέταση. Ένας από τους στόχους των σχολικών Μαθηματικών είναι να εξομαλύνει την αφομοίωση αυτών των ρήξεων από το παιδί. Και βασικό εργαλείο γι’ αυτό είναι η διατύπωση προβλημάτων με όρους κατανοητούς – κι αν το ερώτημα δεν είναι κατανοητό πρέπει να επαναδιατυπωθεί διαφορετικά, μέχρι να γίνει κατανοητό (ενδεχομένως μέχρι να διαπιστωθούν και να καλυφθούν τα κενά που εμποδίζουν την κατανόηση).

Κάτι που πρέπει να προσεχτεί είναι πως η πρώτη επαφή με τα Μαθηματικά είναι παιχνίδι, αίνιγμα, γρίφος, που, όπως κάθε παιχνίδι, έχει τους κανόνες του. Παιχνίδι όχι απλά λεκτικό, αλλά και σωματικό, κινητικό, κατασκευαστικό. Τα παραδείγματα αφθονούν: Τα σχήματα και τα όριά τους, τα μήκη και οι ταχύτητες ενυπάρχουν μέσα σε παιδικά παιχνίδια και αθλήματα, από το κουτσό και το κυνηγητό μέχρι το γήπεδο, το στίβο ή το σκάμμα. Ως παιχνίδια μπορεί να παρουσιαστούν πολλές μαθηματικές δραστηριότητες:

–  Το ανάπτυγμα ενός πολυέδρου (ή κώνου ή κυλίνδρου) γίνεται πολύεδρο και αντίστροφα, έτσι ώστε η συντομότερη διαδρομή μιας σαύρας σε ένα δωμάτιο μπορεί να περνάει από τέσσερις τοίχους και το ταβάνι.

–  Αν πλακουτσώσουμε έναν κόμπο σε μια χάρτινη ταινία (ή μια υφασμάτινη κορδέλα) παίρνουμε ένα κανονικό πεντάγωνο.

–  Τοποθετώντας κατάλληλα βόλους, βλέπουμε πως το άθροισμα διαδοχικών ακεραίων γεμίζει ισόπλευρο τρίγωνο (αν ξεκινάς από τη μονάδα, ειδεμή ισοσκελές τραπέζιο).

–  Αν ένας αριθμός διαιρείται διά 3, το ίδιο ισχύει για το άθροισμα των ψηφίων του.

–  Οποιοδήποτε οξυγώνιο τρίγωνο μας δίνει ένα τετράεδρο εάν τσακιστεί κατά τις μεσοπαράλληλές του, αλλά για τα αμβλυγώνια αυτό δεν ισχύει.

–  Η διαφορά των τετραγώνων διαδοχικών ακεραίων είναι το άθροισμα αυτών των ακεραίων, όχι λόγω κάποιου αλγεβρικού τύπου, αλλά σχηματίζοντας τετράγωνο με βόλους και αφαιρώντας δύο σειρές βόλων.

–  Μια σκακιέρα τυχαίου μεγέθους μπορεί να χρωματιστεί έτσι ώστε κάθε σειρά παράλληλη προς μια διαγώνιο να έχει σταθερό χρώμα, όχι μόνο με δύο χρώματα αλλά με 3, 4, 5 ή ν χρώματα, αλλά μόνο με δύο έχει και η κάθετη διαγώνιος σταθερό χρώμα.

 

Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν (και πολλά άλλα που θα μπορούσαν να παρατεθούν) εξοικειώνουν το παιδί με τους αριθμούς και τα σχήματα και αποτελούν παραδείγματα αναφοράς για τις μαθηματικές γνώσεις που θα εμφανιστούν αργότερα: Ο μεν πεντάγωνος φιόγκος αναλύεται και αποδεικνύεται ότι είναι κανονικός στα πλαίσια της Ευκλείδειας Γεωμετρίας, ο δε αλγεβρικός τύπος του τετραγώνου ενός αθροίσματος, (α+β)2, προκύπτει ιστορικά από τη διαίρεση του τετραγώνου με δύο ευθείες, αιώνες πριν από την αλγεβρική του έκφραση, ακριβώς όπως στα τετράγωνα με τους βόλους. Αλλά πολύ πριν φτάσουμε σε θεωρητικές κατασκευές, οι δραστηριότητες αυτού του τύπου και οι άμεσες προεκτάσεις τους βοηθούν το παιδί από νωρίς να εξοικειωθεί με έννοιες όπως η σύγκριση μεγεθών, η συμμετρία, η περιοδικότητα, οι αριθμητικές πράξεις, οι μετασχηματισμοί ή οι διαμερίσεις, πριν τις διδαχτεί σε αυστηρά θεωρητικό πλαίσιο. Και έχει μεγαλύτερη σημασία να βλέπει το παιδί ότι ένα πολύγωνο εγγεγραμμένο σε κύκλο (ή σε άλλο πολύγωνο) έχει μικρότερο εμβαδόν, και αντίστοιχα για όγκους στο χώρο, παρά να μαθαίνει (προφανώς χωρίς απόδειξη) τον τύπο του όγκου της πυραμίδας ή της σφαίρας: Πρόκειται για γνώσεις τελείως μη λειτουργικές τόσο πρακτικά όσο και σχολικά, που έχουν αξία μόνο για την παραγωγή ασκήσεων προς εξέταση.

Ας σημειωθεί τέλος, ότι η σωματική ενασχόληση υλικά αντικείμενα που οδηγούν σε μαθηματικές έννοιες και σχέσεις παραχωρεί σταδιακά τη θέση της σε παραδείγματα παρμένα είτε από προγενέστερες μαθηματικές γνώσεις (π.χ. σχέση δεκαδικών και κλασμάτων), είτε από την Ιστορία των Μαθηματικών, είτε από γνώσεις άλλων μαθημάτων (π.χ. σύνθεση δυνάμεων στη Φυσική). Και η συσχέτιση με άλλο μάθημα βοηθάει την κατανόηση τόσο αυτού όσο και των Μαθηματικών.

 

Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο, καθώς οι επόμενοι ομιλητές θα αναπτύξουν πολύ πιο συγκεκριμένα τα διάφορα θέματα. Θα κλείσω με μια σύντομη αναφορά για το πώς αυτές οι σκέψεις –που, απ’ όσο ξέρω, δεν είναι μόνο προσωπικές μου– μπορούν να μην παραμείνουν ευσεβείς πόθοι. Σίγουρα η Πολιτεία έχει ένα καθήκον, να μεταρρυθμίσει ριζικά την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση, απαγκιστρώνοντας το σχολείο από αυτήν, καθώς και τη μόρφωση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την αναβάθμιση της κοινωνικής τους θέσης. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι ένα μη αμελητέο ποσοστό των δασκάλων του Δημοτικού απεχθάνεται τα Μαθηματικά, κάτι που μεταφέρεται στα παιδιά: Αυτό πρέπει να εκλείψει. Και πρέπει προφανώς να οργανώσει την αναδιαμόρφωση μεθόδων και προγραμμάτων ώστε να εξυπηρετούν τους στόχους που έχουν αναφερθεί.

Όμως συν Αθηνά και χείρα κίνει: Αν η μαθηματική κοινότητα δεν κινητοποιηθεί, προφανώς με πρωτοβουλία των πιο ψαγμένων και ανήσυχων μελών της, τίποτε δεν θα γίνει. Δεν αρκεί να περιμένει κανείς οδηγίες από τα πάνω, οφείλει να στοχάζεται για τη βελτίωση αυτού που κάνει – η ανθρωπότητα μόνον έτσι προχώρησε, όποτε προχώρησε. Και ευτυχώς υπάρχει η κρίσιμη μάζα των ανθρώπων που με κέφι ασχολούνται με τα προβλήματα της μαθηματικής παιδείας, τη βελτίωση περιεχομένου και μεθόδων, την αντιμετώπιση της αποτυχίας. Είναι άποψή μου, και άποψη του Συμβουλίου της ΕΠΕΔΙΜ, ότι αυτή η δράση πρέπει να ενισχυθεί και να οργανωθεί, και ότι η σημερινή διημερίδα είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ελπίζουμε η τάση αυτή να έχει συνέχεια και διάρκεια. Και είμαστε στη διάθεσή σας να βοηθήσουμε να σχηματιστούν ομάδες εργασίας οι οποίες μπορούν να παράγουν έργο που, ακόμη και στις δυσμενείς σημερινές συνθήκες, δύσκολα θα παρακάμπτεται.

Ευχαριστώ για την υπομονή σας.

 

* Εισήγηση στην ομώνυμη διημερίδα της Επιστημονικής Εταιρείας Διδακτικής των Μαθηματικών, Αθήνα, 9-10 Οκτωβρίου 2015.

Αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ

23 Αυγούστου, 2015

 

Πολλά μέλη του Σύριζα, αν όχι όλα, ζουν στιγμές σπαραγμού, ιδίως αν αναλογιστούμε πώς αισθάνονταν έξι μήνες πριν, ή ακόμα και το βράδυ της 5ης Ιουλίου. Παλέψαμε να κυβερνήσει ο Σύριζα για να αντιταχθεί στα μνημόνια και τη λιτότητα, παλέψαμε για ένα δημοψήφισμα που ανέδειξε ένα 61,3% εναντίον του σχεδίου Γιουνκέρ. Όμως, μετά από ένα βασανιστικό εξάμηνο, η κυβέρνηση αποδέχτηκε τελικά ένα μνημόνιο χειρότερο από αυτό που καταψηφίστηκε, και δεσμεύεται να το υλοποιήσει με την υπόσχεση ότι θα εφαρμόσει μέτρα που θα απαλύνουν το βάρος των φτωχότερων. Ότι σε τρία χρόνια θα βγούμε στις αγορές (αν μέχρι τότε το μνημόνιο περπατήσει) και ότι περίπου το 2070 (αν όλα παν καλά) το χρέος θα έχει αποπληρωθεί. Και ότι κάθε νομοσχέδιο θα υποβάλλεται προς έγκριση στους επικυρίαρχους «θεσμούς».

Όλο αυτό το διάστημα, το κόμμα, όσο λειτουργούσε, δεν παρήγαγε πολιτική. Ακολουθούσε και επικύρωνε τις πρωθυπουργικές αποφάσεις. Και ενώ είναι προφανές ότι μια κυβέρνηση οφείλει να έχει την ευχέρεια των τακτικών ελιγμών και των γοργών αποφάσεων, αυτό το κάνει μέσα στα πλαίσια μιας δεδομένης στρατηγικής, μιας δεδομένης πολιτικής εντολής. Όταν κάποιος κάνει 1800 στροφή, αυτό πληρώνεται πολιτικά: Είδαμε που κατέληξαν τα «λεφτά υπάρχουν!» του Γιωργάκη και τα αντιμνημονιακά Ζάππεια του Σαμαρά, για να μη μιλήσουμε για μικρότερα κόμματα που εξαερώθηκαν. Και σίγουρα δεν υπήρχε κομματική εντολή για αυτή τη στροφή, όσο και να αποτελούσε αποτέλεσμα εκβιασμού. Επίσης, η αδυναμία να εκτελέσεις το πρόγραμμα για το οποίο εκλέχτηκες δεν αποτελεί προσόν για να ανανεωθεί ασυζητητί η εμπιστοσύνη.

Παραιτήθηκε λοιπόν ο πρωθυπουργός και βαδίζουμε τάχιστα προς εκλογές. Χωρίς απόφαση κανενός κομματικού οργάνου, μετά από μια «σύσκεψη στελεχών», της οποίας η σύνθεση ούτε καν ανακοινώθηκε επίσημα (όπως λέγαμε στα παραμύθια, ο βασιλιάς και η δωδεκάδα του), απόφαση που επικυρώθηκε την επομένη από μια Πολιτική Γραμματεία, αφού αποχώρησαν οι διαφωνούντες. Ανεξαρτητοποιήθηκαν οι διαφωνούντες βουλευτές και σχημάτισαν εσπευσμένα άλλο κόμμα. Και τα μέλη του Σύριζα καλούνται να στρατευθούν στην εκλογική μάχη.

Μια εκλογική μάχη με ποια πολιτική πρόταση, εκτός από την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του αρχηγού, ως ο καλύτερος δυνατός πρωθυπουργός; Την εξυπηρέτηση ενός μνημονίου με ανθρώπινο πρόσωπο; Τη στήριξη μιας αριστερής κυβέρνησης υποχρεωμένης να εφαρμόσει μια πολιτική υπαγορευμένη από τη διεθνή τραπεζοκρατία;

Ήρθε ή ώρα, έστω και στο και πέντε, τα μέλη του Σύριζα να πάρουν το λόγο. Να τοποθετηθούν υπεύθυνα ο καθένας και η καθεμιά στις κομματικές τους οργανώσεις. Δείχνοντας ότι ο Σύριζα των μελών δεν είναι ένας στρατός παθητικών αφισοκολλητών, ο οποίος εκτελεί αποφάσεις που βγαίνουν με αδιαφανείς διαδικασίες, αλλά μια συλλογικότητα που σέβεται τις διαδικασίες που έχει συνομολογήσει και βάσει αυτών στρατεύεται πολιτικά.

Είναι πολύ πιθανόν, το Έκτακτο Συνέδριο το οποίο αποφάσισε η Κεντρική Επιτροπή μετά από εισήγηση του Προέδρου, είτε να μη γίνει είτε να γίνει για να επικυρώσει μια προαποφασισμένη πολιτική, αντίθετη με την προηγούμενη. Διότι, απλώς, ο Πρόεδρος άλλαξε τις χρονικές προτεραιότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα μέλη και οι Οργανώσεις Μελών δεν πρέπει να τοποθετηθούν – το αντίθετο μάλιστα.

Πραγματικά, αυτό το οποίο παίζεται δεν είναι αν θα πάει κανείς με τον άλφα ή τον βήτα αρχηγό, αν θα μπει σε κάποιο κόμμα ή κομματίδιο. Παίζεται το αν το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, το ΟΧΙ στη λιτότητα και στα μνημόνια, θα έχει μια ευρεία πολιτική έκφραση. Όχι για την εξυπηρέτηση κάποιας δήθεν ιδεολογικής καθαρότητας (ποιας, άλλωστε;), αλλά επειδή, όπως έλεγε και παλιότερα ο Αλέξης Τσίπρας, το μνημόνιο και δεν βγαίνει (η πτώχευση της χώρας δεν αποφεύγεται), και το χρέος διαιωνίζει, και την εθνική περιουσία εκποιεί, και την ανεργία δεν καταπολεμά (ίσως όταν τα μεροκάματα φτάσουν σε επίπεδα Ινδίας κάτι να γίνει), και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οδηγεί στην πτώχευση, και την ιδιοκατοίκηση μέσω ΕΝΦΙΑ χτυπάει (πρέπει επιτέλους η χώρα μας να συμμορφωθεί με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπου η ιδιοκατοίκηση είναι περίπου στα μισά ποσοστά).

Η ευρωπαϊκή ηγεσία δεν έχει εγκαταλείψει την πρόθεσή της να γονατίσει αυτούς που σήκωσαν κεφάλι στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο, οι δυνάστες δεν έγιναν φίλοι μας επειδή υποκλιθήκαμε. Η πολιτική τους δε χτυπάει απλώς τους «αιθεροβάμονες» αριστερούς, χτυπάει ένα λαό ολόκληρο. Ο αντιμνημονιακός αγώνας θα συνεχιστεί, είτε το θέλουμε είτε όχι, με μορφές ίσως που δεν φανταζόμαστε. Σίγουρα η πολιτική έκφρασή του δεν μπορεί να αφεθεί ούτε στους Χρυσαυγίτες, ούτε σ’ αυτούς που αγνοούν την πολιτική συγκυρία και παραπέμπουν σε μια μελλοντική «λαϊκή εξουσία». Και σίγουρα επίσης, η εσπευσμένη κάθοδος σε εκλογές είναι ένα ακόμη εκβιαστικό δίλημμα, γιατί θα δρομολογηθούν κατεπείγουσες διαδικασίες, ενδεχομένως (σίγουρα, αλλά άσε καλύτερα) διαγκωνισμοί και παραγκωνισμοί. Καλό είναι να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά προς όλες τις κατευθύνσεις. Αλλά η ζωή συνεχίζεται και μετά τις εκλογές, και προμηνύεται σκληρότερη.

Με πρώτο ορόσημο λοιπόν τις εκλογές, αλλά με τα μάτια στραμμένα κυρίως στη συνέχεια και στην αντίδραση των κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται, ο αντιμνημονιακός αγώνας θα συνεχιστεί. Και το κεκτημένο του Σύριζα προς αυτή την κατεύθυνση, και σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και σε επίπεδο αναλύσεων, θέσεων, προτάσεων (ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι υιοθετηθεί από την ηγεσία του) είναι σημαντικό. Είναι μια σημαντική μαγιά για τη συνέχεια.

Μακάρι το μεγαλύτερο μέρος των μελών του Σύριζα να ενεργοποιηθεί ξανά στον αντιμνημονιακό αγώνα το ταχύτερο δυνατόν.

 

 

Έγκλημα σκέψεως Βαρουφάκη: Μια αυτόνομη πολιτική εντός ευρώ είναι εφικτή*

1 Αυγούστου, 2015

Ο Γιάνης Βαρουφάκης ενοχλεί πολλούς για πολλά, αν και όχι όλους για τα ίδια: τα μαύρα του πουκάμισα και τα καρό φουλάρια, η μοτοσυκλέτα του και οι φωτογραφίες σε λάιφ-στάιλ περιοδικά, οι αντιφατικές δηλώσεις του, το θράσος του απέναντι στους επικυρίαρχους δανειστές, όλα αυτά έδωσαν τροφές σε γελοιογράφους και «πολιτικούς» σχολιαστές, που κινήθηκαν από την ακραία χαλαρότητα μέχρι την ακραία εμπάθεια προς το άτομό του. Επικρίσεις κυρίως ως προς το στυλ του ανδρός, όχι τόσο ως προς τις πολιτικές του απόψεις: οι πολιτικές κριτικές περιορίζονταν στην επισήμανση των υπαρκτών αντιφάσεων του επικοινωνιακού του λόγου. Πάντως είναι σίγουρο πώς η βεντετοειδής συμπεριφορά του συνέβαλε στη διεθνή ανάδειξη του ελληνικού προβλήματος, εκτοπίζοντας το προηγούμενο στερεότυπο του τεμπέλη Έλληνα που τάφαγε μαζί με τον Πάγκαλο.

Όμως τελευταία, οι επιθέσεις εναντίον του έλαβαν άλλο χαρακτήρα, φτάνοντας μέχρι και την απόπειρα ποινικοποίησης της δράσης του ως υπεύθυνου υπουργού. Μετά τις αποκαλύψεις του για την ύπαρξη σχεδίου άσκησης αυτόνομης πολιτικής εντός ευρωζώνης στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν πήγαιναν καλά, τα κοράκια χύμηξαν να τον φάνε. Πώς τολμά η κυβέρνηση να επεξεργάζεται σενάρια δραχμής (διάβαζε σενάρια αντίστασης στα τελεσίγραφα του αντιπάλου)! Πώς τολμά υπουργός να ενισχύει τη διαπραγματευτική ικανότητα της κυβέρνησής του!

Και καλά οι πληρωμένοι κοντυλοφόροι κι οι πολιτικοί εκφραστές του μνημονιακού ολιγαρχικού κατεστημένου, τη δουλειά τους κάνουν: Απεγνωσμένα προσπαθούν να ξεφύγουν από την ανυποληψία στην οποία τους έριξε η λαϊκή ψήφος, αυτοί που κατέστρεψαν τη χώρα, την οποία ανενόχλητα μέχρι χτες κυβερνούσαν. Εντύπωση όμως προκαλεί η χλιαρότατη υπεράσπισή του από την κυβέρνηση κι ακόμα χειρότερα η συμβολή κυβερνητικών στελεχών στην ανθρωποφαγική στάση των ΜΜΕ.

Δεν ξέρω αν το σχέδιο Βαρουφάκη ήταν εφαρμόσιμο ή όχι – προφανώς η εκτίμηση του πρωθυπουργού ήταν πως δεν ήταν εφαρμόσιμο. Δεν γνωρίζω επίσης κατά πόσον η κυβέρνηση έχει κρυμμένα στο συρτάρι άλλα σχέδια που θα επιτρέψουν στη χώρα να ανακάμψει, παρά την επονείδιστη συνθηκολόγηση, ώστε να αντιμετωπίσει τις επόμενες ασφυκτικές πιέσεις των δανειστών – δυναστών. Αυτό που ξέρω είναι ότι όφειλε να έχει όχι ένα, αλλά δέκα σενάρια μονομερών ενεργειών (ή απειλών μονομερών ενεργειών), μέσα σε μία διαπραγμάτευση αναγκαστικά συγκρουσιακή, ώστε να μην εγκλωβιστεί στο εκβιαστικό δίλημμα στο οποίο εγκλωβίστηκε.

Ποιο ήταν τελικά το μεγάλο έγκλημα σκέψης του Βαρουφάκη; Ότι τόλμησε να σκεφτεί έξω από το ιδεολόγημα «ευρώ ή δραχμή» που μας επιβάλλεται από όλες τις μεριές. Ότι διατύπωσε –με επεξεργασία μάλιστα και τεχνικών πτυχών– ένα σχέδιο αυτόνομης πολιτικής δράσης στις παρούσες συνθήκες, το οποίο ούτε οδηγεί αναγκαστικά στη δραχμή, ούτε αναγκαστικά στην παραμονή στο ευρώ: το μέλλον και οι εξελίξεις θα δείξουν. Ότι τόλμησε να δείξει στην πράξη ότι το νόμισμα είναι μέσον, δεν είναι φετίχ, δεν είναι αυτοσκοπός. Κόψτε του το κεφάλι!


* Δημοσιεύτηκε στην Εφ. Συν. 30/7/2015.

Ήττα: ζητείται σχέδιο ανάκαμψης

21 Ιουλίου, 2015

Χάσαμε μια σημαντική μάχη. Ως κυβέρνηση, ως Αριστερά, ως χώρα, ως κοινωνία. Σε άνισο αγώνα. Μπροστά σε εκβιαστικά διλήμματα, ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε να υπογράψει μια ταπεινωτική συνθηκολόγηση. Η οποία, πέρα από όλα τα άλλα, τον καθιστά διακοσμητικό πρόσωπο: κάθε νομοσχέδιο πριν κατατεθεί πρέπει να έχει την έγκριση της τρόικας.

Όπως σε κάθε περίπτωση ήττας, πληθαίνουν οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ των ηττημένων για προδοσία, αποστασία, κτλ. Δεν πρέπει να υπερισχύσουν, προς καμία κατεύθυνση. Ειδεμή χανόμαστε, κι εμείς κι η χώρα. Η Αριστερά έχει παράδοση στους αποδιοπομπαίους τράγους. Ο προδότης Σιάντος έφταιγε για την ήττα του Δεκέμβρη κατά τον Ζαχαριάδη, ο προδότης Ζαχαριάδης για τον εμφύλιο κατά τους επόμενους. Και πιο κοντά μας, στα στρατόπεδα εξορίας της χούντας οι κρατούμενοι ήταν χωρισμένοι στα δύο και στα τρία.

Χρειάζεται ενότητα, ναι. Αλλά η ενότητα χτίζεται βασικά πάνω σε πολιτικές κατευθύνσεις, πάνω σε οράματα και σε στρατηγικές υλοποίησής τους. Τουλάχιστον για την Αριστερά. Τα πρόσωπα προφανώς παίζουν ρόλο, αλλά ως εγγυητές της πολιτικής κατεύθυνσης που είναι χαραγμένη στις συνειδήσεις των πολλών. Το συναίσθημα μόνο του δεν αρκεί για να πάμε μπροστά: εύκολα ο θυμός μετατρέπεται σε θλίψη, απογοήτευση και αδράνεια, όταν δεν κατευθύνεται προς τον κοντινότερο σύντροφο.

Από την εκλογική νίκη στην ταπεινωτική συνθήκη

Αν πήραμε το 36% και το 61%, είναι γιατί υποσχεθήκαμε στο λαό ότι η διαχείριση της λιτότητας δεν είναι μονόδρομος, ότι η αριστερή ανάλυση της διεθνούς συγκυρίας δείχνει πως υπάρχει άλλος δρόμος διεξόδου. Στη διακαναλική του Απριλίου 2012 ο Αλέξης Τσίπρας έλεγε «Αν ήταν να εφαρμόσουμε [μνημονιακά] μέτρα, καλύτερα να τα εφαρμόσει ο Βενιζέλος, ξέρει καλύτερα από μας να εφαρμόζει μέτρα – εμείς θα αρνηθούμε τα μέτρα»[1]. Με αυτή την πεποίθηση πορευτήκαμε, λέγοντας στον κόσμο ότι δεν είμαστε μία από τα ίδια, ότι φέρνουμε την ελπίδα. Και ο κόσμος μας ακολούθησε.

Το πιστεύαμε; Εξαπατήσαμε μήπως τον κόσμο, όπως κάποιος που έλεγε προεκλογικά «λεφτά υπάρχουν»; Όχι, δεν εξαπατήσαμε, το πιστεύαμε και το πιστεύουμε ακόμη. Ίσως κάποιοι από μας να μην το πίστευαν πραγματικά και απλώς το επαναλάμβαναν, για δικούς τους λόγους. Αλλά συλλογικά το πιστεύαμε. Το παλέψαμε. Και ηττηθήκαμε, όχι απλώς ηττηθήκαμε: ταπεινωθήκαμε βάζοντας την υπογραφή μας σε μια επαίσχυντη συνθήκη, σε συνθήκες πρωτοφανούς εκβιασμού. Στείλαμε τον πρωθυπουργό ξυπόλυτο στα αγκάθια, άοπλο στο λάκκο των λεόντων, και υπέγραψε. Αλλά γιατί ξυπόλυτο, γιατί άοπλο; Γιατί επί πεντέμιση μήνες δεν οργανώσαμε έστω μια γραμμή άμυνας, συντεταγμένης υποχώρησης, διατύπωσης απειλών απέναντι στους εταίρους-δυνάστες;

Σίγουρα καταφέραμε να δείξουμε ότι οι δυνάστες είναι ανάλγητοι. Αλλά αξίζει να θυσιαστείς για να αποδείξεις ότι ο άλλος είναι εγκληματίας; Και όλη τη διεθνή συμπαράσταση που κερδίσαμε με αυτούς τους αγώνες, θα τη διατηρήσουμε ως αγωνιζόμενη κοινωνία, ή θα τη μετατρέψουμε σε συμπόνια προς τα φτωχά θύματα του ανελέητου καπιταλισμού;

Αριστερή παρένθεση ή αριστερή πολιτική;

Και τώρα τι κάνουμε; Στην Ιστορία υπήρξαν και χειρότερα, υπήρξε Βάρκιζα και Μπρεστ-Λιτοφσκ, υπήρξε 4η Αυγούστου και 21η Απριλίου. Άλλες ήττες μετατρέπονται σε νίκες άλλες όχι. Δεν παραδίνουμε την κυβέρνηση, προφανώς. Αλλά για να εφαρμόσουμε ποια πολιτική;

Η Αριστερά ως αντιπολίτευση, ξέρει τι να κάνει. Υποστηρίζει τα συμφέροντα των αποκάτω προβάλλοντας τα αιτήματά τους. Και θα συνεχίσει να το κάνει. Ως κυβέρνηση όμως αυτό δεν αρκεί. Οφείλει να εγγυάται την κοινωνική συνοχή, μια συνοχή μεροληπτική, όπου τα συμφέροντα των αποκάτω ικανοποιούνται και η θέση τους σταδιακά βελτιώνεται. Οφείλει να μειώσει την ανεργία, να οργανώσει την οικονομική ανάκαμψη ευνοώντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και όχι τα μονοπώλια, να στηρίξει την εναλλακτική οικονομία, να εγγυηθεί την επάρκεια αγαθών και ρευστότητας καθώς και τις καταθέσεις των μικροκαταθετών, να πατάξει την οργανωμένη αντίδραση της ολιγαρχίας του πλούτου, να φτιάξει ένα κράτος φιλικό προς τον πολίτη.

Όλα αυτά συνιστούν μονομερείς ενέργειες, από τις οποίες η κυβέρνηση παραιτήθηκε, στα λόγια και στην πράξη, με τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη. Όλη της σχεδόν η δραστηριότητα αφιερώθηκε στη διαπραγμάτευση (όπου ακολούθησε λάθος τακτική), ελάχιστη αφιερώθηκε στο καθαυτό κυβερνητικό έργο (το οποίο κάθε άλλο παρά μηδενικό ήταν, αλλά πολύ κατώτερο των αναγκών): Ούτε τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο έβαλε, ούτε τα άμεσα μέτρα παρέμβασης στην Παιδεία νομοθέτησε, ούτε βέβαια τα μαχητικά σώματα αστυνομικής καταστολής αναμόρφωσε. Προέβαλε τα αιτήματά μας στους επικυρίαρχους χωρίς να εισακουσθεί. Έδρασε ως αντιπολίτευση, αντιπολίτευση ενός προτεκτοράτου απέναντι στην οικονομική μητρόπολη.

Δει δη σχεδίου ανάκαμψης και άνευ τούτου ουδέν έξεστι γενέσθαι των δεόντων

Έχει η κυβέρνηση σχέδιο ανάκαμψης συμβατό με την τήρηση της συμφωνίας; Ακόμη χειρότερα, υπάρχει κάποια εγγύηση αυτή η συμφωνία να είναι ο τελευταίος εκβιασμός, ή θα ακολουθήσουν κι άλλοι, με μέτρα όλο και πιο δυσβάσταχτα – αλλά και αναποτελεσματικά και ανεφάρμοστα – μέχρι μια χρεοκοπία όταν οι εκβιαστές θα έχουν πάρει ότι μπορούσαν;

Πολύ φοβάμαι πως όχι. Η συμφωνία καθιστά την κυβέρνηση τοποτηρητή των δυναστών-δανειστών – κι αν είναι αριστεροί, ακόμη καλύτερα: αυτοί θα φέρουν το βάρος της εφαρμογής των μέτρων, θα χάσουν το λαϊκό έρεισμα που κατέκτησαν και θα πεταχτούν στο τέλος από το σύστημα σα στυμένη λεμονόκουπα. Εδώ ο Γιωργάκης κι ο Σαμαράς, χαϊδεμένα παιδιά του συστήματος αποδείχτηκαν αναλώσιμοι, θα τη γλιτώσει ο Τσίπρας;

Σχέδιο ανάκαμψης μέσα από αυτή τη συμφωνία δεν νομίζω πως είναι εφικτό. Πιστεύω πως χρειάζεται ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, κήρυξη της χώρας σε κατάσταση ανθρωπιστικής κρίσης και αναστολή όλων των διεθνών συμβάσεων που οδηγούν στη διαιώνιση της κρίσης[2].

Ένα τέτοιο σχέδιο δεν έγκειται στην αλλαγή νομίσματος, η οποία είναι μια τεχνική λεπτομέρεια, σημαντική μεν, λεπτομέρεια δε. Και ίσως οι κλυδωνισμοί στα χρηματιστήρια να είναι μεγαλύτεροι με την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, αλλά τη μη συμμόρφωση με τους κανόνες του, παρά με την έξοδό της. Αυτά θέλουν μελέτη, αλλά το θέμα είναι πολιτικό, όχι τεχνικό. Αν θέλεις συμφωνία προετοιμάζεις τη ρήξη, αν θέλεις ρήξη την προετοιμάζεις διπλά.

Ενότητα λοιπόν στην κυβέρνηση, στο κόμμα, στην Αριστερά. Αλλά ενότητα βασισμένη σε ένα σχέδιο ανάκαμψης. Ευθύνη για την κατάρτιση αυτού του σχεδίου έχουν όλοι. Και πρώτα από όλους αυτοί που ευθύνονται για την υποτονική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ και τον οργάνων του, για την αδυναμία παραγωγής αυτόνομης πολιτικής σκέψης, για την υιοθέτηση εκ μέρους του των διλημμάτων που βάζει η αντίπαλη ιδεολογία, που τον μετέτρεψαν σε ένα κόμμα αρχηγικό, καισαρικό, βοναπαρτιστικό, κόμμα παράρτημα της κυβέρνησης. Ένα κόμμα που κινδυνεύει να κατέβει στις εκλογές (αν γίνουν) με μόνο πολιτικό πρόγραμμα την πίστη του λαού στον αρχηγό του.

Δυστυχώς τα δείγματα γραφής από την ηγεσία, τόσο για την αποτίμηση της μέχρι τώρα πορείας όσο και για την εκπόνηση σχεδίου ανάκαμψης είναι μέχρι στιγμής αρνητικά – μακάρι να διαψευστώ. Αλλά η ευθύνη είναι όλων όσων θεωρούν ότι το ΟΧΙ του λαού μας πρέπει να δικαιωθεί πολιτικά. Και γι’ αυτό δε φτάνει να κατεβαίνουμε στους δρόμους διαδηλώνοντας για τα συμφέροντα του λαού που πλήττονται, πρέπει, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται προβληματισμός, μέσα και έξω από το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ (που μακάρι να ξαναγεννηθεί και να μην είναι πεδίο προσωπικών αντεγκλήσεων), για ένα σχέδιο ανάκαμψης που θα δηλώνει ρητά στρατηγικούς στόχους, αντιπάλους, συμμάχους. Δεν νομίζω πως χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια πια για να πείσεις τον κόσμο ότι οι δανειστές-δυνάστες δεν είναι φίλοι μας. Αυτό που χρειάζεται είναι να πείσεις ότι έχεις τα φόντα να κυβερνήσεις και όχι να πέσεις ηρωικώς μαχόμενος, αλλά ούτε και να το βάλεις στα πόδια με την ουρά στα σκέλια.

 

 veniosang@gmail.com

[1] https://www.youtube.com/watch?v=tlVAdgMlvXI

[2] Προφανώς μεταξύ αυτών η αναστολή εξυπηρέτησης του χρέους και ο έλεγχος των τραπεζών.

Ιστορική νίκη – νύχτα χαράς – μέλλον ανοιχτό*

21 Ιουλίου, 2015

Το πρωτόγνωρο 61-39% αποτελεί σημαντική επιτυχία της κυβέρνησης και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά. Όσο κι αν μερικοί κραυγάζουν περί λαϊκισμού και άλλων ανοησιών, κανείς δεν μπορεί πια να πει ότι έχουμε κυβέρνηση μειοψηφίας, που δε στέκει παρά μόνο με το μπόνους του εκλογικού νόμου: Το ποσοστό του ΟΧΙ ξεπερνάει το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων που το στήριξαν σχεδόν κατά το ένα τρίτο. Η ήττα της αντιπολίτευσης είναι συντριπτική και η πολιτική της πρόταση περιορίζεται στην καταστροφολογία. Χωρίς λαϊκό έρεισμα και χωρίς σχέδιο, με μόνη τη στήριξη της οικονομικής ολιγαρχίας, εγχώριας και ευρωπαϊκής, δεν μπορεί να διεκδικήσει πολιτικά την εξουσία για αρκετό χρόνο (με άλλα μέσα μπορεί – τόχουμε δει σε αρκετές χώρες).

Ως προς το εξωτερικό, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν μπορεί να αγνοηθεί από την τρόικα-θεσμούς (για επικοινωνιακούς λόγους και μόνον). Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα παραιτηθούν από τους στόχους τους, που είναι να θέσουν τη χώρα υπό πολιτική κηδεμονία – η οικονομική κηδεμονία είναι δεδομένη και θα χρησιμοποιηθεί πάλι ως πίεση. Ενδέχεται να συνεχίσουν ένα πόλεμο φθοράς, παραχωρώντας μερικά ψίχουλα ρευστότητας έναντι σημαντικών υποχωρήσεων. Τα περί δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης τους αγγίζουν όσο οι εκκλήσεις για ανθρωπιά άγγιζαν τον Σεξπιρικό Σάυλωκ. Η δημοκρατία γι’ αυτούς συνίσταται στην επιλογή προσώπων που θα εφαρμόσουν μια πολιτική υπαγορευμένη από τις οικονομικές υπερδυνάμεις. Ο Σούλτς εξάλλου (και όχι μόνο αυτός) το είπε ξεκάθαρα: Καλώς ψηφίσατε και συγχαρητήρια, αλλά οι λαοί των υπολοίπων χωρών δεν ψήφισαν. Φέρτε μας λοιπόν τις προτάσεις σας και βλέπουμε. Η επίκληση της αλληλεγγύης και της Ευρώπης των λαών τους συγκινεί όσο η επίκληση του οράματος του σοσιαλισμού συγκινεί έναν καπιταλιστή.

Η κατάσταση λοιπόν είναι δύσκολη, παρά τη νίκη, κι αυτό γιατί βρισκόμαστε υπό εξάρτηση. Μπαίνει επομένως ένα βασικό ερώτημα: Πώς αξιοποιείται μια νίκη; Αν δεν απαντήσουμε σωστά, θα βρεθούμε στην κατάσταση που περιέγραψε ο Κλεμανσώ, λέγοντας «Όποιος κάθεται πάνω στις δάφνες του, τού τρυπάν τον κώλο».

 

Μικρή και πολύ σχηματική ανασκόπηση

 

Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος ήταν μια αριστοτεχνική κίνηση ανάκτησης της πολιτικής πρωτοβουλίας, τη στιγμή που η χώρα ήταν σε κατάσταση πεντάμηνης οικονομικής πολιορκίας και η κυβέρνηση πιεζόταν σε συνεχείς υποχωρήσεις στη διαπραγμάτευση. Κίνηση που στέφθηκε με επιτυχία παρά τη λυσσαλέα αντίδραση των πάντων και παρά τους δισταγμούς σημαντικής μερίδας του κυβερνητικού επιτελείου. Είναι τελείως αδιανόητο να προκηρύσσεις δημοψήφισμα για να ενισχύσεις τη διαπραγματευτική σου θέση και παράλληλα να υποβάλλεις «βελτιωμένες» προτάσεις πριν από τη διεξαγωγή του, αφήνοντας μάλιστα ανοιχτό το ενδεχόμενο της ματαίωσής του. Ας αναλογιστούμε τι θα σήμαινε αν πήγαινε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών στο Μουσολίνι την 1η Νοεμβρίου 1940 με κατευναστικές προτάσεις…

Σημαντική επίσης ήταν η μικρή διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Για να πετύχουν κάποιες κινήσεις στην πολιτική, η ταχύτητα παίζει μεγάλο ρόλο. Και δυστυχώς, η ταχύτητα δεν ήταν το κύριο χαρακτηριστικό μας αυτό το πεντάμηνο. Με εξαίρεση τον άμεσο σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις εκλογές, και κάποια νομοσχέδια όπως του Κοντονή για τον αθλητισμό ή το πόρισμα της Βουλής για το χρέος, η βραδύτητα χαρακτήριζε τις κινήσεις μας. Δικαιολογημένα ενδεχομένως, αλλά οι νόμοι που ψηφίστηκαν αυτό το διάστημα μετριούνται στα δάχτυλα, ενώ άλλες κινήσεις έχουν αδικαιολόγητα καθυστερήσει – όπως η προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές συχνότητες. Και ο προβληματισμός για το μετασχηματισμό του κράτους δεν έχει καν διατυπωθεί ως πολιτική πρόταση.

Ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από τη διαπραγμάτευση υπάρχει κι η διακυβέρνηση. Με το δημοψήφισμα η κυβέρνηση έχει τώρα ένα βασικό ατού στα χέρια της για να εφαρμόσει το κυβερνητικό της πρόγραμμα – και όχι απλώς ένα ισχυρότερο ατού για τη διαπραγμάτευση. Ας σημειωθεί ότι όταν είσαι αντιπολίτευση αρκεί να εκφράζεις τα συμφέροντα μιας κοινωνικής συμμαχίας, αλλά όταν είσαι κυβέρνηση δεν αρκεί απλώς να τα διατυπώνεις. Οφείλεις να τα εξυπηρετείς, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη γενικότερη κοινωνική συνοχή. Παραδοσιακά, η οικονομική ολιγαρχία το πετυχαίνει με το καρότο και μαστίγιο, ανταμείβοντας και περιθωριοποιώντας, εξαγοράζοντας, χειραγωγώντας και καταστέλλοντας. Αν η εκλογική της επιρροή συρρικνώθηκε από το 85% στο 39% στην πενταετία της κρίσης, είναι γιατί έχασε τη συναίνεση και την κοινωνική συνοχή, εξαθλιώνοντας τους φτωχότερους και συμπιέζοντας τα μεσοστρώματα. Όταν μικραίνει η πίτα, ο συμμαθητής του ξαδέρφου της νονάς του βουλευτή σου δεν μπορεί να βοηθήσει: η προοπτική προσωπικής λύσης εξαχνώνεται για τους περισσότερους.

Η κυβέρνηση εκφράζει αυτή τη στιγμή μιαν αντίπαλη κοινωνική συμμαχία, αυτή των αποκάτω. Έχει ανακόψει τον κατήφορο, αλλά δεν έχει ακόμη αρχίσει μια ανοδική πορεία. Και δεν θα τα καταφέρει αν επαφίεται μόνο στην καλή θέληση των «εταίρων» (ο Θεός να τους κάνει) και στις νεοφιλελεύθερες συνταγές τους. Χωρίς εναλλακτικές μεθόδους ούτε η ανεργία θα μειωθεί ούτε ανάκαμψη θα υπάρχει – και αναδιανομή του πλούτου δεν γίνεται όταν πλούτος δεν παράγεται. Και αν η νέα κοινωνική συμμαχία δεν δει φως στο τούνελ, κινδυνεύει να διαλυθεί και να αναζητήσει άλλους σωτήρες. Η Ιστορία προσφέρει άφθονα παραδείγματα.

 

Μπορούμε να εφαρμόσουμε μια ριζοσπαστική πολιτική;

 

Πριν από τρία χρόνια, όταν είχα ρωτήσει (σε μια συγκέντρωση στελεχών στο μεγάλο αμφιθέατρο στο Γκάζι) πώς θα αντιδράσουμε αν οι επόμενες εκλογές (αυτές που έγιναν δηλαδή) γίνουν σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας, με κλειστές τις τράπεζες, ο Αλέξης Τσίπρας είχε απαντήσει ότι «αν μας πολεμήσουν με ανορθόδοξα μέσα, θα καταφύγουμε κι εμείς σε ανορθόδοξα μέτρα». Νομίζω πως ήρθε η ώρα.

Ώρα για ρήξη; Δεν θα τόλεγα. Πιστεύω πως το δίλημμα «Συμφωνία ή ρήξη» είναι ψευδοπρόβλημα. Και εξηγούμαι.

Η διαπραγματευτική μας ισχύς στην Ευρώπη έχει ενισχυθεί όχι από δημοκρατικές ευαισθησίες αλλά από τους κινδύνους που εμπεριέχει μια άκαμπτη στάση. Κινδύνους οικονομικούς αλλά και πολιτικούς. Όχι επειδή πολλές χώρες θα γίνουν ξαφνικά αριστερές (παρόλο που εκτός από το Podemos υπάρχει και το Sinn Fein και οι Σκωτσέζοι εθνικιστές και διάφορα άλλα αλλού), αλλά γιατί οι φυγόκεντρες τάσεις ενισχύονται σε πολλές χώρες, χωρίς να είναι αναγκαστικά αριστερές. Με κύριο πρόβλημα το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, που μπορεί να φέρει στην επόμενη προεδρία τη Μαρίν Λεπέν. Η οποία μπορεί να βγάλει, αν εκλεγεί, τη Γαλλία από το ευρώ. Δεν λέω ότι θα το κάνει, ούτε ότι θα βγει στα σίγουρα, ούτε ότι εάν βγει δε θα βρει συμμάχους στην Ευρώπη: μια χαρά τα πάνε με διάφορους φασίστες, Ούγγρους, Λεττονούς και πόσο μάλλον Ουκρανούς. Όμως οι αβεβαιότητες αυτού του τύπου εκνευρίζουν τις αγορές. Και ίσως κάποια ψίχουλα Κεϋνσιανισμού δοθούν πρόσκαιρα στην Ελλάδα μπροστά στον κίνδυνο να κόψει η νεοφιλελεύθερη μαγιονέζα – δεδομένου μάλιστα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει υπέρ της Ευρώπης των λαών. Μέχρι που μπορεί και να συμφωνήσουν σ’αυτό, φροντίζοντας να παραμείνει μία ανέφικτη ουτοπία.

Ξέρουμε επομένως πως οι θεσμοί θέλουν μια συμφωνία. Προφανώς μονομερώς επωφελή γι’ αυτούς. Αν θέλουμε την εδραίωση της συμμαχίας των αποκάτω, έχουμε δύο δρόμους ως προς τη συμφωνία, οι οποίοι προϋποθέτουν και οι δύο ότι στο εσωτερικό μέτωπο προχωράμε στην εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος, παίρνοντας ριζοσπαστικά μέτρα (που δεν είναι της ώρας να εξειδικεύσω – και δεν είμαι εξάλλου και ο καταλληλότερος). Ο ένας δρόμος είναι ότι κάνουμε μια πρόσκαιρη επαίσχυντη συμφωνία τύπου 20ης Φλεβάρη (ή Μπρεστ-Λιτόφσκ) για να πάρουμε κάποια άμεσα ψίχουλα ρευστότητας, αλλά δεν ξανακάνουμε το ίδιο λάθος με την 20η Φλεβάρη. Κάνουμε, όπως ο Λένιν, όλες τις μονομερείς ενέργειες που οδηγούν σε αυτόνομη ανάπτυξη, ανεξάρτητα από το τι λένε οι κανόνες. Κι αν μας πουν ότι αυτό αντιβαίνει τις συμβάσεις, η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση ανάγκης και οι διεθνείς συμβάσεις αναστέλλονται.

Ο άλλος δρόμος είναι ότι πάμε στη διαπραγμάτευση με τα πραγματικά μας αιτήματα ως κηδεμονευόμενη χώρα και τα στυλώνουμε. Και ταυτόχρονα πορευόμαστε στηριζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις (αν θυμάμαι καλά, Sinn Fein σημαίνει «εμείς μόνοι μας»), με τρόπο και με ενέργειες ώστε ο χρόνος να δουλεύει υπέρ μας. Η διεθνής συμπαράσταση έρχεται σ’ αυτούς που αγωνίζονται.

Και βεβαίως, δεν φεύγουμε από την Ευρωζώνη, ούτε από την ΕΕ και κανείς δεν μπορεί να μας διώξει. Απλώς δεν συμμορφωνόμαστε προς τας υποδείξεις, καθώς η χώρα βρίσκεται σε έκτακτη ανάγκη, και το διεθνές δίκαιο επιτρέπει αναστολή συνθηκών σε τέτοιες περιπτώσεις. Και ούτε ανοίγουμε όλα τα μέτωπα ταυτόχρονα – τρελοί δεν είμαστε. Τώρα, αν κλυδωνίζονται τα χρηματιστήριά τους, τι να κάνουμε…

Προς μια αριστερή στροφή

 

Δεν είναι του παρόντος κειμένου να εξειδικευθούν τα παραπάνω – εξάλλου, αρκετοί έχουν καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις. Είναι όμως σαφές ότι μια αξιοποίηση του δημοψηφίσματος προς μια ριζοσπαστικότερη πολιτική δεν μπορεί να εφαρμοστεί από τα ίδια πρόσωπα που υποστήριζαν ότι πρέπει να τα βρούμε ντε και καλά με τους δανειστές και πίστευαν ότι μια έντιμη συμφωνία είναι του χεριού μας – ενώ όσο βαδίζαμε προς αυτήν, τόσο απομακρυνόταν, όπως ο αντικατοπτρισμός στην έρημο. Και που έφτασαν μάλιστα, κάποιοι από αυτούς, να ενεργήσουν για να ματαιωθεί το δημοψήφισμα. Μια αριστερή στροφή πρέπει να αποφασιστεί από τα όργανα του κόμματος – και εκεί δε χωράνε στοιχίσεις πίσω από φράξιες και μηχανισμούς. Και εφόσον αποφασιστεί, πρέπει να ακολουθήσει ο κατάλληλος ανασχηματισμός της κυβέρνησης.

Φυσικά, υπάρχει και άλλος δρόμος. Ο δρόμος μιας άμεσης συνθηκολόγησης, με την αποδοχή μιας συμφωνίας σαν τα προηγούμενα προσχέδια, πασπαλισμένα με λίγη ζάχαρη ώστε να φανεί ότι κανένας δεν κάνει πίσω, ούτε εμείς ούτε οι θεσμοί. Ακόμα καλύτερα, εμπλέκοντας σ’ αυτό τους αρχηγούς των κομμάτων του ΝΑΙ, ώστε να παρουσιαστεί σαν κίνηση εθνικής ομοψυχίας. Κλασική κίνηση των Περσών αυτοκρατόρων που έδιναν σατραπεία στον ηττημένο αντίπαλο, με αντάλλαγμα προφανώς την υποτέλειά τους.

Χωράνε όμως στην εθνική ομοψυχία αυτοί που έμειναν αλώβητοι, που επωφελήθηκαν και που εξακολουθούν να επωφελούνται από την κρίση; Μπαίνουν αυτοί κάτω από την ηγεμονία της κοινωνικής συμμαχίας που εκπροσωπούμε; Πολύ φοβάμαι πως όχι.

Βεβαίως, όπως είπα πριν, μια επαίσχυντη συμφωνία μπορεί να δώσει λίγο απαραίτητο οξυγόνο για να ξεκινήσεις μια ριζοσπαστική πολιτική. Ο Λένιν τα κατάφερε, έχοντας επί πλέον και στρατιές λευκών αντεπαναστατών ή Αγγλογάλλων εισβολέων να αντιπαλέψει. Αλλά ήξερε – οι μπολσεβίκοι ήξεραν – τι ήθελε και που το πήγαινε.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει δείξει σημαντικές πολιτικές ικανότητες. Μεταξύ αυτών και την ικανότητα να βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού, στο τεντωμένο σχοινί χωρίς να πέφτει. Κάποτε όμως το σχοινί καταλήγει σε διχάλα, όπου πρέπει να επιλέξεις αν θα πας δεξιά ή αριστερά.

Περιμένουμε.

———–

* Γράφτηκε τη νύχτα μετά το δημοψήφισμα, Κυριακή προς Δευτέρα 6 Ιούλη 2015

veniosang@gmail.com

Si vis pacem para bellum*

7 Μαΐου, 2015

(βλέπε Δρόμο της Αριστεράς, 9/5/2015)

 

Ζούμε συνθήκες πρωτόγνωρες. Το πολιτικό προσωπικό που κυβέρνησε τη χώρα επί δεκαετίες οδήγησε τη χώρα σε μια πρωτοφανή κρίση, η οποία επί πέντε χρόνια οξύνεται όλο και περισσότερο. Από 85% τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα έπεσαν σε κάτω από 30%, και τα εφεδρικά συστημικά κόμματα αποδείχνονται φούσκες, το ένα μετά το άλλο. Η νέα κυβέρνηση έρχεται από το πουθενά, με πρόγραμμα το τέλος της λιτότητας, κάτι που τα κόμματα του μνημονιακού μονόδρομου αδυνατούν καν να διανοηθούν.

Η κρίση κι η λιτότητα δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι ανθρώπινο δημιούργημα, παιδί της κυρίαρχης σημερινής τάσης να συγκεντρώνονται το χρήμα και η εξουσία σε όλο και λιγότερα χέρια. Οι πολιτικές ηγεσίες, στην Ελλάδα την Ευρώπη και τον κόσμο, στα περισσότερα κράτη, οφείλουν να διασφαλίσουν αυτή την ανισοκατανομή. Με συναίνεση, κατά προτίμηση, ειδεμή με τη βία (πραξικοπήματα, πόλεμοι) ακόμα και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Αν κάποια χώρα αποσκιρτήσει, πρέπει να μπει στον «ίσιο δρόμο» με το χαμηλότερο δυνατό πολιτικό κόστος.

Τι σημαίνει αυτό στη χώρα μας; Μια πτώχευση του πληθυσμού, με μείωση του κόστους της εργασίας και επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, άνοδο της ανεργίας, μείωση των «αντιπαραγωγικών» κοινωνικών δαπανών (υγεία, παιδεία, ασφάλιση), οικειοποίηση, από την οικονομική ολιγαρχία, των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και της περιουσίας των μεσοστρωμάτων που φτωχοποιούνται. Με βασικό μοχλό το χρέος και την αναπαραγωγή του.

Μία αντιμνημονιακή κυβέρνηση θα καταπολεμηθεί με κάθε πρόσφορο τρόπο, τόσο από έξω όσο και από μέσα. Απέξω με την άρνηση χρηματοδότησης και την απαίτηση συστηματικής πληρωμής των δόσεων ενός χρέους που κάθε άλλο παρά για τις κοινωνικές ανάγκες χρησιμοποιήθηκε – και την αντίστοιχη προπαγάνδα. Από μέσα με συστηματικό πόλεμο υπονόμευσης, παραπληροφόρησης και λάσπης. Κάτι το σχετικά εύκολο, καθώς οι συστημικές δυνάμεις ελέγχουν σημαντικό μέρος του κρατικού μηχανισμού αλλά και τα βασικά ΜΜΕ. Στόχος η πολιτική φθορά της κυβέρνησης, η απώλεια της εμπιστοσύνης που κέρδισε με τις πρώτες της κινήσεις και που ξεπέρναγε κατά πολύ τα εκλογικά της ποσοστά. Έτσι ώστε, μέσα από αυτό τον πόλεμο φθοράς να αναδειχθεί ένα νέο πολιτικό προσωπικό, είτε μέσα από τα παραδοσιακά κόμματα είτε έξω από αυτά, που θα αντικαταστήσει τους φθαρμένους (και αναλώσιμους) σαμαροβενιζέλους, και θα διαδεχθεί τη σημερινή κυβέρνηση – ενδεχομένως και με τη συνεργασία κάποιου «υπεύθυνου» τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ενδιάμεση συμφωνία της 20ης Φλεβάρη είχε στόχο μια προσέγγιση των απόψεων με μικρά βήματα, ώστε τον Ιούνιο να προκύψει ένας «έντιμος συμβιβασμός», μια πιο σταθερή συμφωνία, στην οποία θα καταλήξουν οι διαπραγματευόμενοι και που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τη ριζική μείωση του χρέους. Αυτή τουλάχιστον είναι η κυβερνητική εκδοχή, η οποία δεν παραλείπει να υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα τηρεί στο ακέραιο τις δεσμεύσεις της ενδιάμεσης συμφωνίας ενώ οι δανειστές εξασκούν αφόρητες πιέσεις.

Και θα συνεχίσουν να πιέζουν, όλο και εντονότερα. Εάν η ελληνική κυβέρνηση κέρδισε χρόνο, τον ίδιο χρόνο κέρδισαν και οι αντίπαλοι, και προσπαθούν να τον αξιοποιήσουν στο μέγιστο. Δεν είναι κάτι το καινούργιο: από καταβολής κόσμου, όταν μια διαπραγμάτευση τραβάει σε μάκρος, το κάθε μέρος προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση του, ώστε να πετύχει όσο γίνεται καλύτερους όρους.

Τι πρέπει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση, όταν τα δημοσκοπικά ποσοστά της μειώνονται, όταν ο κόσμος δεν αμφισβητεί τη διάθεσή της να βελτιώσει την κατάσταση αλλά αρχίζει και αμφισβητεί την ικανότητά της; Όταν στις εκατό μέρες έχει ψηφίσει μονοψήφιο αριθμό νόμων, στη σωστή κατεύθυνση γενικά αλλά μάλλον άτολμους;

Πρώτα απ’όλα οφείλει να κυβερνήσει. Να παράγει έργο με γρήγορους ρυθμούς, νομοθετικό και διοικητικό, στην κατεύθυνση της αναδιανομής του πλούτου, της παραγωγής νέου πλούτου, της καταπολέμησης της γραφειοκρατίας και του πελατειακού κράτους, της μείωσης της ανεργίας. Ας πάψουν οι υπουργοί να μιλούν επί παντός του επιστητού. Ας μιλούν μόνο για το έργο τους, σε συνεντεύξεις τύπου και όχι με συμμετοχές σε τηλεοπτικά πάνελ κλωτσοπατινάδας.

Η κυβέρνηση οφείλει να μιλάει με ένα στόμα. Και με άλλα στόματα τα κόμματα που τη στηρίζουν. Αν ο ρόλος της κυβέρνησης, σύμφωνα με το πρόγραμμα που εκλέχτηκε, είναι να καταπολεμήσει τη λιτότητα, δηλαδή να βελτιώσει τη θέση των αποκάτω, ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ είναι να ενισχύει τους δεσμούς ανάμεσα στην κοινωνική συμμαχία των αποκάτω και την κυβέρνηση, εξηγώντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης και τα εμπόδια που συναντάει, και μεταφέροντας προς τα πάνω τις ανάγκες και τις ανησυχίες της κοινωνίας: Όπως εύστοχα είπε ο Αλέξης Τσίπρας, το κόμμα οφείλει να τραβάει την κυβέρνηση από το μανίκι.

Σε αντίθεση με την κυβέρνηση, το κόμμα μπορεί και πρέπει να έχει πολυφωνία. Η πολυφωνία είναι απαραίτητη για την εκπόνηση στρατηγικής, για τη σύνδεση του βραχυπρόθεσμου με το μακροπρόθεσμο, του επείγοντος με το οραματικό. Τη δουλειά αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να την κάνει, καθώς οφείλει όχι μόνο να υλοποιεί το πρόγραμμά της με τους ρυθμούς που εκείνη αποφασίζει, αλλά και να αντιμετωπίζει μυριάδες απρόβλεπτα προβλήματα προς λύση: δεν έχει διαθέσιμο χρόνο για στρατηγικές μελέτες. Επίσης, ενώ η κυβέρνηση δεσμεύεται στο λόγο της από τη διεθνή κατάσταση, το κόμμα δεν χρειάζεται να στρογγυλεύει τις γωνίες. Δεν χρειάζεται να μιλάει για «εταίρους»: οι εταίροι έχουν κοινούς στόχους, ενώ η ελληνική κοινωνία και το διεθνές οικονομικό σύστημα έχουν στόχους διαμετρικά αντίθετους. Αυτό πρέπει να λέγεται.

Ο στόχος των δανειστών είναι ξεκάθαρα εκφρασμένος: να τεθεί η κυβέρνηση, όταν η λαϊκή της στήριξη έχει αρκετά μειωθεί, μπροστά στο δίλημμα υποταγή ή ρήξη. Με όπλο το φόβο θα προσπαθήσουν να πείσουν ότι η ρήξη είναι η απόλυτη καταστροφή ενώ η υποταγή (με κάποιο χρύσωμα του χαπιού) μια παροδική δυσάρεστη κατάσταση. Ο συμβιβασμός, εάν υπάρξει, κάθε άλλο παρά έντιμος θα είναι.

Μπορεί να εμποδιστεί μια τέτοια κατάληξη; Ναι, αλλά χρειάζεται πολιτική βούληση. Η διατήρηση της λαϊκής στήριξης δεν είναι μόνο θέμα επικοινωνίας, χρειάζονται και φιλολαϊκά μέτρα. Μέτρα που θα μειώσουν και την εξάρτηση από τους δανειστές: ούτε καν η διαγραφή του χρέους δεν ωφελεί εάν την επομένη βγεις πάλι στη γύρα για δανεικά με τους όρους της «αγοράς». Μέτρα άμεσης εφαρμογής και μέτρα που θα υιοθετηθούν σε περίπτωση μη ικανοποιητικής συμφωνίας – μονομερείς ενέργειες. Μέτρα που θα μεταφέρουν το κύριο βάρος φόρων και εισφορών στις γεμάτες τσέπες, μέτρα όπως η επιλεκτική φορολόγηση της κίνησης των κεφαλαίων, νόμοι αντιμονοπωλιακοί και εναντίον των εταιρειών οφσόρ (οι ΗΠΑ διαθέτουν άφθονο αντίστοιχο νομικό οπλοστάσιο), στήριξη της χαμηλής επιχειρηματικότητας, και διάφορα άλλα. Εφόσον μας κάνουν οικονομικό πόλεμο, οφείλουμε να επεξεργαστούμε την περίπτωση της οικονομίας σε καιρό πολέμου. Οικονομολόγους ευτυχώς διαθέτουμε αρκετούς, και όχι όλους συστημικούς.

Τελικά, το γνωστό λατινικό απόφθεγμα του τίτλου, θα μπορούσε να αποδοθεί στις μέρες μας ως: Αν θέλεις έντιμο συμβιβασμό, προετοίμαζε τη ρήξη.

* Αν θες ειρήνη προετοίμαζε τον πόλεμο.

2015, χρονιά ελπίδας και δοκιμασίας*

6 Ιανουαρίου, 2015

*Δημοσιεύτηκε στο Δρόμο της Αριστεράς, 3/1/2015

 

Ήρθε η ώρα η Ελλάδα να γυρίσει σελίδα στέλνοντας στα αζήτητα το πολιτικό προσωπικό που οδήγησε στην κρίση, στα μνημόνια και στη λιτότητα. Που όχι μόνο δεν μείωσε το χρέος της χώρας αλλά το αύξησε, και συνάμα οδήγησε στη φτώχεια, στην ανεργία και στην εκποίηση της εθνικής περιουσίας, καταρράκωσε το κοινωνικό κράτος, αποδόμησε τις εργασιακές σχέσεις και εξανέμισε τις οικονομίες των μεσοστρωμάτων που χρειάστηκαν τρεις γενιές για να γίνουν. Ήρθε η ώρα να φύγουν.

Βεβαίως δεν θα φύγουν εύκολα. Είναι ισχυρά τα συμφέροντα που έχουμε απέναντί μας, και σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Αυτό που κινεί τον κόσμο σήμερα είναι το κινούμενο χρήμα, που παράγει χρήμα με απλές ηλεκτρονικές εγγραφές, συσσωρεύοντας σε ελάχιστες τσέπες χρήμα από τον ιδρώτα και το αίμα δισεκατομμυρίων κατοίκων του πλανήτη. Η δημοκρατία περιορίζεται σε εκλογές μεταξύ προεπιλεγμένων υποψηφιοτήτων, αποδεκτών (ή υποδειγμένων) από τα μεγαλοσυμφέροντα, χωρίς καμία δυνατότητα ελέγχου από τον πληθυσμό. Και γι’ αυτό οι ελληνικές εκλογές αποκτούν παγκόσμια σημασία. Αν ένα πειραματόζωο ξυπνήσει και τσινήσει, δεν θα ταραχθεί ο ύπνος των υπολοίπων;

Στις εκλογές θα υπάρχει πόλωση και πολύ βρώμικος πόλεμος εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η κυβερνητική προπαγάνδα δε φαίνεται να μπορεί να ανατρέψει το κλίμα: Ο φόβος του αύριο πιάνει όλο και λιγότερο όταν το σήμερα είναι δυσβάσταχτο. Όλο και περισσότεροι θα προτιμήσουν αυτούς που δεν έχουν ακόμα δοκιμαστεί παρά αυτούς που έχουν αποτύχει, και μάλιστα παταγωδώς.

Πάμε λοιπόν για μια αριστερή κυβέρνηση. Που πολλά εμπόδια θα έχει να αντιμετωπίσει, και της οποίας το κύριο ατού, εκτός από τη διεθνή συμπαράσταση, θα είναι η συσπείρωση και η ενεργοποίηση του κόσμου που πλήττεται από τη λιτότητα – η απλή ψήφος δεν αρκεί. Γι’ αυτό χρειάζεται να καταστήσει σαφές, μεταξύ άλλων:

– Ότι δεν είναι η ωραιοποιημένη συνέχεια του συστήματος αλλά αποτελεί ρήξη με το παρελθόν, ως προς την πρακτική και τα πρόσωπα, ότι δεν θα υποδεχτεί όσους προστρέχουν όπου φυσάει ο αντιμνημονιακός άνεμος, αναζητώντας καρέκλες και πολιτική παρθενορραφή.

– Ότι όχι απλώς θα εξασφαλίσει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, αλλά θα αποκαταστήσει τις εργασιακές σχέσεις και το σεβασμό στον ιδρώτα του καθενός.

– Ότι θα χτυπήσει τον παρασιτισμό, τα κυκλώματα, τα λαδώματα και τα φακελάκια, ότι το Δημόσιο δεν θα είναι αγελάδα για άρμεγμα από τον κάθε επιτήδειο αλλά υπηρέτης του πολίτη, ότι όποιος κάνει σωστά τη δουλειά του δεν θα θεωρείται ηλίθιος.

– Ότι θα υπάρξει δημοσιότητα και διαφάνεια, απαιτώντας την από όλους αλλά ξεκινώντας να την εφαρμόζει από τα δικά της στελέχη.

– Ότι για κάθε πτυχή του προγράμματός της θα ζητάει τη γνώμη αυτών που επηρεάζονται και θα είναι σε θέση να διορθώνεται από τις παρεμβάσεις των αποκάτω.

Εγγύηση επιτυχίας δεν υπάρχει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν, είναι και θα είναι υπό δοκιμασία. Έχει αδυναμίες: στην κοινωνία αυτήν γεννήθηκε και όχι στη γυάλα, μέσα στις γραμμές του κρύβονται και ιδιοτέλειες, και προσωποπαγή κυκλώματα, και καταπατήσεις των δημοκρατικών κανόνων, και γραφειοκρατικά φαινόμενα. Όμως έχει και ισχυρά αντισώματα: το φρόνημα των αγωνιστών της, το αίσθημα δικαίου που τους διακατέχει, την προσήλωση στις δημοκρατικές λειτουργίες, στη διαφάνεια και στη λογοδοσία, και την υπεράσπιση αυτών των αξιών. Κοντολογίς, την αίσθηση της συλλογικότητας.

Η Ιστορία διδάσκει ότι συνήθως η εξουσία αλλοιώνει τις αγνές προθέσεις των κατόχων της: οι ήττες της Αριστεράς που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποφευχθούν οφείλονται σε λαθεμένη διαχείριση της νίκης. Σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι το κόμμα να μεταβληθεί σε εξάρτημα της αριστερής κυβέρνησης. Πρέπει, αντίθετα, το κόμμα να στηρίζει την κυβέρνηση ελέγχοντάς την. Και ο λαός επίσης: χωρίς έλεγχο, κάθε στήριξη είναι εύθραυστη.